Πηγή Ενθέματα Αυγή
Έντιμος, πολιτικός, αναγκαίος συμβιβασμός.
Η διολίσθηση του χαρακτηρισμού του επιδιωκόμενου στόχου στον λόγο της κυβέρνησης και τους τίτλους του ελληνικού Τύπου εκφράζει τη μετάπτωση της συλλογικής ψυχολογίας από την αποφασιστικότητα στην αβεβαιότητα και από την αβεβαιότητα στην παραίτηση. Πάνω από τρεις μήνες παρακολουθούμε μια παράσταση που την αποκαλούν «διαπραγμάτευση» ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και τους δανειστές της και η οποία δεν έχει προηγούμενο στην ιστορία των διεθνών σχέσεων. Η πρωτοτυπία της έγκειται σε δύο στοιχεία. Πρώτον, εκτυλίσσεται ταυτόχρονα στις κλειστές συνεδριάσεις των διαπραγματευτικών ομάδων και στα ΜΜΕ, τα οποία δεν αναπαράγουν απλώς τις ειδήσεις αλλά χρησιμοποιούνται από πολλές πλευρές, σε πρωτόγνωρο βαθμό, για να παρέμβουν στις διαπραγματεύσεις. Δεύτερον, για πρώτη φορά στην ιστορία της ευρωπαϊκής διπλωματίας η γλώσσα είναι τόσο λίγο διπλωματική. Οι ανοικτοί εκβιασμοί, οι ύβρεις, ο ακραίος εθνικισμός και οι ρατσιστικές προσβολές είναι στην ημερήσια διάταξη όχι μόνο στα ΜΜΕ, αλλά και –από ό,τι διαρρέει– και μέσα στις αίθουσες των συνεδριάσεων. Ο αρχικά επιδιωκόμενος «έντιμος συμβιβασμός» δεν μπορούσε ποτέ να υπάρξει, γιατί προϋπέθετε έντιμη διαπραγμάτευση. Και κάτι τέτοιο δεν υπήρξε σε καμία φάση.
Έντιμος, πολιτικός, αναγκαίος συμβιβασμός.
Η διολίσθηση του χαρακτηρισμού του επιδιωκόμενου στόχου στον λόγο της κυβέρνησης και τους τίτλους του ελληνικού Τύπου εκφράζει τη μετάπτωση της συλλογικής ψυχολογίας από την αποφασιστικότητα στην αβεβαιότητα και από την αβεβαιότητα στην παραίτηση. Πάνω από τρεις μήνες παρακολουθούμε μια παράσταση που την αποκαλούν «διαπραγμάτευση» ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και τους δανειστές της και η οποία δεν έχει προηγούμενο στην ιστορία των διεθνών σχέσεων. Η πρωτοτυπία της έγκειται σε δύο στοιχεία. Πρώτον, εκτυλίσσεται ταυτόχρονα στις κλειστές συνεδριάσεις των διαπραγματευτικών ομάδων και στα ΜΜΕ, τα οποία δεν αναπαράγουν απλώς τις ειδήσεις αλλά χρησιμοποιούνται από πολλές πλευρές, σε πρωτόγνωρο βαθμό, για να παρέμβουν στις διαπραγματεύσεις. Δεύτερον, για πρώτη φορά στην ιστορία της ευρωπαϊκής διπλωματίας η γλώσσα είναι τόσο λίγο διπλωματική. Οι ανοικτοί εκβιασμοί, οι ύβρεις, ο ακραίος εθνικισμός και οι ρατσιστικές προσβολές είναι στην ημερήσια διάταξη όχι μόνο στα ΜΜΕ, αλλά και –από ό,τι διαρρέει– και μέσα στις αίθουσες των συνεδριάσεων. Ο αρχικά επιδιωκόμενος «έντιμος συμβιβασμός» δεν μπορούσε ποτέ να υπάρξει, γιατί προϋπέθετε έντιμη διαπραγμάτευση. Και κάτι τέτοιο δεν υπήρξε σε καμία φάση.
Ο παρατηρητής που δεν διαθέτει έγκυρη πληροφόρηση και δεν θέλει να συστοιχηθεί με όσους φωνασκούν ζητώντας άμεση αποδοχή των όρων των δανειστών, αλλά ούτε συμμερίζεται την αισιοδοξία των λιγοστών ΜΜΕ που υποστηρίζουν την κυβέρνηση, βρίσκεται σε μεγάλη αμηχανία προκειμένου να εκφράσει άποψη. Σε κάθε περίπτωση ωστόσο, έχουν γίνει εμφανείς κάποιες καταστάσεις και κάποιοι συσχετισμοί, που πρέπει να συνειδητοποιήσουμε προκειμένου να κατανοήσουμε αφενός το τι συνέβη και αφετέρου το πώς διαγράφεται η επόμενη μέρα της ελληνικής πραγματικότητας μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Έχει γίνει εντελώς σαφές ότι το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης –είτε υπάρξει συμφωνία είτε επέλθει ρήξη– θα απέχει πολύ από τους αρχικούς στόχους της ελληνικής κυβέρνησης. Η πολιτική ευθύνη για αυτήν τη διαγραφόμενη αποτυχία ανήκει στην κυβέρνηση. Δεν οφείλεται όμως τόσο σε λάθη διαπραγματευτικής τακτικής, αλλά στη γενικότερη φιλοσοφία της προσέγγισης που υιοθέτησε και στους βαθύτερους κοινωνικούς λόγους που της την υπαγόρευσαν.
Θεωρώ ότι οι αρχικές θέσεις της κυβέρνησης ήταν ορθές και η στάση της έντιμη. Η κυβέρνηση υποστήριζε ότι η πολιτική που είχε επιβληθεί από τους δανειστές στηρίχτηκε σε λανθασμένους υπολογισμούς και η εφαρμογή της είχε τα αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που διακήρυσσαν ότι επιθυμούσαν οι εμπνευστές της. Σε αυτό συμφωνούσαν ο επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες σε όλο τον κόσμο και, στις παραμονές των εκλογών, το σύνολο των ελληνικών πολιτικών κομμάτων. Οι πρώτες κινήσεις της κυβέρνησης ήταν να πείσει τους δανειστές να συμφωνήσουν σε μια λύση που θα ελάφρυνε το ελληνικό χρέος με μία μέθοδο που δεν θα τους υποχρέωνε να καταγράψουν λογιστικές απώλειες, όπως θα γινόταν στην περίπτωση ενός κλασικού κουρέματος. Οι πρώτες προτάσεις Βαρουφάκη για τη μετατροπή των ομολόγων σε χρέος εις το διηνεκές και σε χρέος με αναπτυξιακή ρήτρα αυτό το νόημα είχαν. Πάνω εκεί θα μπορούσε να είχε γίνει η διαπραγμάτευση για τη συγκεκριμένη μορφή της λύσης, ώστε τα δύο μέρη να καταλήξουν σε έναν «έντιμο συμβιβασμό». Οι προτάσεις αυτές έδεναν με την ανοικτή επιστολή Τσίπρα στην εφημερίδα Handelsblatt, όπου διαβεβαίωνε ότι η νέα κυβέρνηση δεν ζητούσε επιπλέον δάνεια, αλλά ζητούσε να της παρασχεθεί η ευχέρεια να αναπτύξει την οικονομία, προκειμένου να εκπληρώσει ευκολότερα τις υποχρεώσεις της προς τους δανειστές και να αναστρέψει τη διαδικασία εξαθλίωσης της ελληνικής κοινωνίας.
Οι απόψεις των δανειστών δεν είναι αποτέλεσμα ιδεοληψίας
Το λάθος αυτής της προσέγγισης συνίστατο στο ότι οι απόψεις των δανειστών δεν απέρρεαν από εσφαλμένες θεωρίες και ιδεοληψίες, αλλά από συγκεκριμένη αντίληψη για τα δικά τους οικονομικά συμφέροντα. Η συζήτηση δεν εκτυλισσόταν σε ένα πανεπιστημιακό σεμινάριο, αλλά σε έναν κύκλο εκπροσώπων συγκεκριμένων οικονομικών συμφερόντων, μερικές φορές πολύ μερικών. Η νέα κυβέρνηση φαίνεται ότι είχε ελλιπή γνώση των στόχων των κύριων ευρωπαϊκών δυνάμεων, και ιδιαίτερα της Γερμανίας. Εκτίμησε επίσης λάθος τα περιθώρια ελιγμών που της έδιναν οι πραγματικές διαφορές ανάμεσα στις μεγάλες οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις, ιδιαίτερα ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Γερμανία, υποτιμώντας το μέγεθος της σύγκλισής τους σε ορισμένους βασικούς κανόνες, παρά τα επιμέρους αντιτιθέμενα συμφέροντα. Αποδείχθηκε επίσης ότι είχε λανθασμένη εκτίμηση για τον τρόπο που η ιδιοσυγκρασία και κουλτούρα στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες επηρεάζουν την έκφραση των δικών τους συμφερόντων και την πρόσληψη των επιδιώξεων των άλλων. Σε αυτές τις αστοχίες συνέβαλαν τα εθνικά στερεότυπα και οι αμπελοφιλοσοφίες περί «προτεσταντικής ηθικής» κλπ. που επικρατούν στον δημόσιο λόγο στην Ελλάδα, χωρίς αυτό, βέβαια, να αποτελεί δικαιολογία. Κατά συνέπεια, δεν είχε διαβάσει σωστά την κωλυσιεργία των δανειστών απέναντι στην κυβέρνση Σαμαρά, η οποία είχε επιταχύνει την πτώση της, πιστεύοντας ότι οι δανειστές θα ήσαν πρόθυμοι να παραχωρήσουν στη νέα κυβέρνηση ό,τι είχαν αρνηθεί στην προηγούμενη. Αυτό είχε συμβεί το 1993 και το 2004, αλλά τα γεγονότα του 2009-2010 δείχνουν ότι είχαμε μπει σε διαφορετική εποχή.
Η διαπίστωση μέσα στον πρώτο μήνα από την ανάληψη της αρχής της αδυναμίας να πεισθούν οι δανειστές με λογικά επιχειρήματα σε αλλαγή πολιτικής απέναντι στο ελληνικό χρέος οδηγούσε την ελληνική κυβέρνηση μπροστά σε δύο επιλογές: είτε να αποδεχθεί την πλήρη συνθηκολόγηση είτε να προχωρήσει σε ρήξη. Η πρώτη επιλογή θα είχε εκείνη τη στιγμή ως αποτέλεσμα την πτώση της κυβέρνησης, η δεύτερη επίσης αποκλείστηκε· στις βαθύτερες αιτίες αυτής της απόρριψης θα αναφερθώ στη συνέχεια. Η κυβέρνηση νόμιζε ότι ξέφευγε από το δίλημμα υπογράφοντας τη συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου, θεωρώντας ότι με αυτή κέρδιζε χρόνο για να συνεχίσει να διαπραγματεύεται και τελικά να πείσει. Πιστή στην τακτική της έντιμης στάσης δέχτηκε να αφοπλιστεί και να επιστρέψει στους δανειστές τα αχρησιμοποίητα ομόλογα του ΤΧΣ, που θα της είχαν επιτρέψει να αμβλύνει τις δημοσιονομικές πιέσεις για ικανό χρονικό διάστημα, και κατά συνέπεια να αντισταθεί. Η στάση αυτή εκτιμήθηκε από την άλλη πλευρά ως επιβεβαίωση της αδυναμίας της και ως ένδειξη έλλειψης ενός σχεδίου Β΄, που θα συμπεριλάμβανε την έξοδο από το ευρώ. Εφόσον λοιπόν η ελληνική κυβέρνηση δεν είχε εναλλακτικό σχέδιο, οι ευρωπαίοι δανειστές μπορούσαν να την πιέσουν σε συνεχείς υποχωρήσεις για να επιτύχουν τους στόχους τους, πράγμα που έκαναν με μεγάλη επιτυχία και θα συνεχίσουν να το κάνουν και μετά την ενδεχόμενη επίτευξη μιας ενδιάμεσης, όπως θα αποδειχθεί, συμφωνίας μέσα στις επόμενες μέρες η εβδομάδες. Μέχρι αυτήν τη στιγμή, «η δημιουργική ασάφεια» λειτούργησε περισσότερο υπέρ των δανειστών, παρά υπέρ της ελληνικής πλευράς. Τους επέτρεψε να κωλυσιεργούν, απορρίπτοντας διαρκώς τις ελληνικές προτάσεις για «μεταρρυθμίσεις» ως ασαφείς και ανεπαρκείς, χωρίς να ομολογούν τον στόχο τους. Η πάροδος του χρόνου επέτρεψε να εκδηλωθεί και η κακοπιστία τους: για να δικαιολογηθούν στη δική τους κοινή γνώμη και να αντιστρέψουν τις επιτυχίες της ελληνικής κυβέρνησης και του Γιάνη Βαρουφάκη στις προσπάθειες να γίνει κατανοητή από την ξένη κοινή γνώμη η πραγματική φύση του ελληνικού προβλήματος, ξέχασαν «τον χωρίς όραμα Σαμαρά» και επανέφεραν το success story, αποδίδοντας τις σημερινές δυσκολίες της ελληνικής οικονομίας όχι στις προσπάθειές τους να τη στραγγαλίσουν, αλλά στην πολιτική της κυβέρνησης. Ξέχασαν, φαίνεται, ότι η προηγούμενη πολιτική οδήγησε τις ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το δημόσιο στο 25% του δημόσιου χρέους και σε διαρκή υποχώρηση της τραπεζικής χρηματοδότησης της οικονομίας και ελπίζουν, χάρις στους αναμεταδότες τους στην Ελλάδα, να το ξεχάσουν και οι έλληνες πολίτες…
Η αδυναμία της κυβέρνησης είναι αδυναμία της ελληνικής κοινωνίας
Η αδυναμία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στην περίσταση αποτελούσε αδυναμία ολόκληρης της ελληνικής κοινωνίας. Μια κυβέρνηση της Αριστεράς, με ό,τι μπορεί αυτό να σημαίνει σήμερα, υποχρεώθηκε να κάνει αστική πολιτική χωρίς να υπάρχει το συλλογικό κοινωνικό υποκείμενο αυτής της πολιτικής. Κατά τις πρώτες μέρες της νέας κυβέρνησης οι κλασικές εγχώριες εργοδοτικές οργανώσεις –οι «εκπρόσωποι των παραγωγικών τάξεων», όπως τους έλεγαν παλιά–εξέδωσαν ανακοίνωση στήριξης της κυβέρνησης στις διαπραγματεύσεις. Αυτή η κίνηση που θα μπορούσε να είναι ιστορικής σημασίας, δεν είχε πλέον καμία βαρύτητα, εξαιτίας της εξασθένισης του εγχώριου παραγωγικού ιστού. Η συσσώρευση του κεφαλαίου πραγματοποιείται πλέον κατά κύριο λόγο εκτός της χώρας. Δεν είναι μόνον οι εφοπλιστές που είναι εξωχώριοι, αλλά και οι μεγάλες ελληνόκτητες επιχειρήσεις έχουν μεταφέρει σημαντικό μέρος των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων στο εξωτερικό και συχνά και την ίδια την εταιρική τους έδρα. Τους επιτρέπεται λοιπόν μια σχετική αδιαφορία για την τύχη της εσωτερικής αγοράς και της εθνικής οικονομίας. Μόνο με αυτήν τη μετατόπιση του κεφαλαίου μπορούμε να κατανοήσουμε την, για μικροπολιτικούς λόγους, υπονόμευση των τραπεζών και της εγχώριας οικονομίας στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας από τους εκπροσώπους των –κατά δήλωσή τους– αστικών κομμάτων με την πρόσκληση προς τους πολίτες να μεταφέρουν τις καταθέσεις τους στο εξωτερικό. Μόνο μέσω αυτής μπορούμε, ακόμη, να κατανοήσουμε την έκδηλη ικανοποίηση των ελεγχόμενων από μεγάλα οικονομικά συμφέροντα ΜΜΕ για την έξοδο των καταθέσεων.
Παράλληλα με την απίσχνανση του εγχώριου παραγωγικού ιστού πολλαπλασιάστηκαν οι διάφορες μορφές μεσαζόντων, συμβούλων κλπ. που εξαρτώνταν από τις μεταφορές ποσών από τα ευρωπαϊκά διαρθρωτικά ταμεία. Ταυτόχρονα, περιοριζόταν το βάρος των δημόσιων επενδύσεων με εθνικούς πόρους. Τα ευρωπαϊκά ταμεία χρηματοδοτούν πλέον τα πάντα: από τα έργα υποδομής και την έρευνα μέχρι την αναστήλωση μοναστηριών και την ανακατασκευή των πεζοδρομίων. Οι προτεραιότητες καθορίζονται εκτός της χώρας, χωρίς συζήτηση στο εσωτερικό, η διαχείριση των πόρων γίνεται από αυτονομούμενες γραφειοκρατίες σε συνεργασία με πλήθος μεσαζόντων που επιβάλλει το σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης χωρίς δημοκρατικό έλεγχο. Αυτοί αναδείχθηκαν πλέον στους κόμβους του νέου πελατειακού συστήματος με την Ευρωπαϊκή Ένωση ως συλλογικό πάτρωνα. Η ένταξη κάθε μικρού έργου της περιφέρειας στα ΕΣΠΑ κλπ. έχει γίνει το όνειρο όλων των τοπικών αρχών και βασικός λόγος αντιπαράθεσης σε αυτοδιοικητικές και εθνικές εκλογές. Από αυτό το νέο πελατειακό σύστημα εξαρτάται η αναπαραγωγή του πολιτικού συστήματος. Η εξέλιξη αυτή συνέπεσε με την ανάπτυξη στην Ελλάδα μιας οικονομολογικής διανόησης που εκτελεί τη διαχείριση των χρηματικών κεφαλαίων και ερμηνεύει δικαιολογώντας το σύστημα στο οποίο συμμετέχει. Ποτέ η Ελλάδα δεν διέθετε τόσους πολλούς οικονομολόγους και τόση λίγη οικονομική σκέψη. Από αυτά τα διογκωμένα στρώματα διαχειριστών του συστήματος προέρχονται οι νέοι οργανικοί διανοούμενοι.
Ιστορικά, οι κρίσεις εξωτερικού δημόσιου χρέους έφερναν αντιμέτωπες αστικές τάξεις: εκείνη της υπό πτώχευση χώρας και τους ξένους κεφαλαιούχους. Η σημερινή κυβέρνηση βρέθηκε στην πρωτόγνωρη θέση να αναλάβει τη διαπραγμάτευση του δημόσιου όχι για λογαριασμό των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων της χώρας, αλλά για λογαριασμό των υποβαθμισμένων εκπροσώπων των παλαιών παραγωγικών δομών, των μικροεπιχειρηματιών και των μισθωτών. Η ελληνική αστική τάξη και οι πολιτικοί εκπρόσωποί της χαιρέτισαν το PSI, το οποίο, σε αντίθεση με κάθε ιστορική εμπειρία, «κούρεψε» κατά κύριο λόγο το εσωτερικό δημόσιο χρέος, εξασθενώντας από μέσα την οικονομία. Κατά συνέπεια, η κυβέρνηση έχει απέναντί της έχει όχι μόνο τους εκπροσώπους των δανειστών, αλλά και τους μεγάλους έλληνες κεφαλαιούχους συνεπικουρούμενους από τους οργανικούς τους διανοούμενους.
Η ασταθής κοινωνική βάση της πολιτικής της κυβέρνησης
Ταυτόχρονα, η κοινωνική βάση της πολιτικής της είναι ασταθής. Το ζήτημα της μείωσης των καταθέσεων και της διαρροής τους στο εξωτερικό είναι ενδεικτικό γι’ αυτές τις αντιφατικές καταστάσεις. Πριν ξεκινήσει η αποθησαύριση των ποσών των μικροκαταθετών είχε εκδηλωθεί, όπως και το 2012, η μεταφορά σε καθημερινή βάση των εισπράξεων των θυγατρικών ξένων εταιριών σε λογαριασμούς τους στο εξωτερικό. Παράλληλα, οι εγχώριες τράπεζες συστήνουν ανοικτά στους εναπομείναντες σημαντικούς καταθέτες ασφαλείς τρόπους για να μεταφέρουν τα κεφάλαιά τους στο εξωτερικό. Μια ματιά στα ταχύτερα αναπτυσσόμενα διεθνή αμοιβαία κεφάλαια των ελληνικών τραπεζών και στα ασφαλιστικά συμβόλαια αποκαλύπτει αυτήν την πρακτική. Υπάρχουν ασφαλώς οι εφοπλιστές που εξαναγκάζονται από τις ξένες τράπεζες να μεταφέρουν πάραυτα εκτός Ελάδας το προϊόν των δανείων που αυτές τους παρέχουν, εάν δεν τα έχουν ήδη μεταφέρει, και οι ξενοδόχοι που υφίστανται ανάλογους εκβιασμούς από τους ξένους μεγάλους ταξειδιωτικούς οργανισμούς. Μεγάλο όμως, αν όχι το μεγαλύτερο, μέρος των εκροών οφείλεται σε αυτούς των οποίων τα συμφέροντα επιχειρεί να υπερασπισθεί η κυβέρνηση. Οι μεγαλοκαταθέτες είχαν ήδη μεταφέρει τα χρηματικά τους διαθέσιμα προ καιρού. Ανάλογα, παράλληλα με τη φοροαποφυγή των μεγάλων επιχειρήσεων εξακολουθεί να τρέχει η καθημερινή φοροδιαφυγή αυτών που έχουν πληγεί περισσότερο από την κρίση. Συνολικά, οι περισσότεροι Έλληνες αντιδρούν στην κρίση με τα ίδια αντανακλαστικά με τα οποία πορεύθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες που συνίστανται στην προσπάθεια να μειωθεί το προσωπικό τους κόστος, αδιαφορώντας στην πράξη για τα συλλογικά συμφέροντα. Από αυτή την ελπίδα παρακινούμενοι πολλοί κινδυνεύουν να παρασυρθούν από την προπαγάνδα και να δεχθούν ως ανακούφιση μια οιαδήποτε συμφωνία με τη λογική του μικροαστικού «άσε τώρα, και βλέπουμε…».
Οι ξένοι δανειστές μας μπορεί καμιά φορά να διαθέτουν λανθασμένα ποσοτικά στοιχεία για το ελληνικό ασφαλιστικό σύστημα, αλλά έχουν πλήρη επίγνωση αυτής της κατάστασης και την εκμεταλλεύονται. Οι εγχώριοι αντίπαλοι της κυβέρνησης κάνουν ότι δεν ακούν τις επανειλημμένες δηλώσεις ξένων υπευθύνων, όπως τελευταία του Β. Σόϊμπλε στη Ρίγα, για την ανικανότητα των ελληνικών ελίτ και είναι πρόθυμοι να προσφέρουν ξανά τις υπηρεσίες τους, Ίσως να έχουν δίκιο, γιατί η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι στις χώρες που υπάρχει εξωτερική επέμβαση οι εκάστοτε ξένοι, για να ελέγξουν τη χώρα, προτιμούν να συναλλάσσονται με τη διεφθαρμένη και ανίκανη «ελίτ», παρά με αυτούς που θέλουν να αλλάξουν το σύστημα. Αυτό συνέβη κατ’ επανάληψη στην Ελλάδα και εξακολουθεί να συμβαίνει.
Η συμφωνία που μπορεί να συναφθεί ή η ρήξη δεν θα αποτελέσουν το Τέλος της Ιστορίας και σε κάθε περίπτωση θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε όλοι μας τα νέα προβλήματα. Εάν οι δυσκολίες που συναντά η κυβέρνηση στις διαπραγματεύσεις για το χρέος οφείλονται σε βαθύτερες αδυναμίες της ελληνικής κοινωνίας, τότε και το ξεπέρασμα της σημερινής κατάστασης μας αφορά όλους. Η κυβέρνηση δεν θα πρέπει να αφήσει να χαθεί επικοινωνιακά το νόημα του εκλογικού αποτελέσματος της 25ης Ιανουαρίου, προσπαθώντας να εξωραΐσει τη νέα συμφωνία. Και το νόημα ήταν ότι η προηγούμενη πολιτική αποδιάρθρωσε την κοινωνία, γι’ αυτό οι πολίτες καταψήφισαν αυτούς που την υλοποίησαν. Όλες οι πολιτικές δυνάμεις, στην Ελλάδα οπωσδήποτε, και συχνά και στο εξωτερικό που δέχθηκαν να εφαρμόσουν αυτές τις πολιτικές λιτότητας αποδείχθηκαν αναλώσιμες. Με τη σημερινή κυβέρνηση δεν θα αναλωθεί μόνο μια πολιτική ομάδα, αλλά και οι ελπίδες έλλογης λύσης από το εσωτερικό της κοινωνίας με συνέπεια αυτό που διακυβεύεται να είναι η ίδια η δημοκρατία στην Ελλάδα. Καμία πρόταση για έξοδο από αυτό το τέλμα δεν θα έχει ελπίδες επιτυχίας αν δεν στηρίζεται σε σωστή ανάλυση της διεθνούς και της ελληνικής συγκυρίας και σε προτάσεις για μια πολιτική που θα παίρνει μεν υπόψη της τις προσδοκίες της κοινωνίας θα στηρίζεται όμως στην ανάλυση αυτή.
Ο Χρήστος Χατζηιωσήφ είναι ιστορικός