Η ΥΠΑΝΑΠΤΥΞΗ ΠΟΥ ΕΡΧΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΑ ΚΑΠΝΟΧΩΡΑΦΑ
1. “Σκεφτείτε λίγο! Ξέρετε ήδη κάθε τι το ουσιαστικό, από τις συνθήκες που προκαλείται μια αρρώστια. Και όλους τους παράγοντες που επηρεάζουν έναν αρρωστημένο νου. Που βρίσκεται σ’ όλα αυτά ο δρόμος για μια θεραπευτική επίδραση ; Πρώτα απ’ όλα υπάρχει η κληρονομική προδιάθεση……. Έπειτα είναι η επίδραση της πρώιμης παιδικής ηλικίας,…. Ύστερα υπάρχει όλη αυτή η δυστυχία στη ζωή που την περιελάβαμε κάτω από τον όρο “στερήσεις μέσα στην πραγματικότητα”, απ’ οπου προέρχεται όλη η απουσία της αγάπης στη ζωή δηλαδή φτώχεια, οικογενειακοί καυγάδες, λανθασμένη εκλογή στο γάμο, δυσμενείς κοινωνικές συνθήκες, και η αυστηρότητα των απαιτήσεων με τις οποίες η ηθική συμβατικότητα καταπιέζει το άτομο.”
Σ. Φρόϊντ, Το άγχος .
2. Υπανάπτυξη είναι η αδυναμία συσσώρευσης εμπειριών (δική μου προσθήκη : και επεξεργασίας τους για το κοινό καλό) Edmundo Desnoes, Κουβανός συγγραφέας. Ζει από το 1979 στην Νέα Υόρκη. “Μνήμες υπανάπτυξης” βιβλίο, Μέδουσα, σελ. 134, Επίσης σε ταινία σε σκηνοθεσία Τόμας Γκουτιέρεζ Αλέα.
Καλοκαίρι 1971. Σ'ένα από τα πολλά χωριά του Αγρινίου έρχεται για διακοπές ο Κώστας μακρινός θειος του Γιάννη, Πολιτικός μηχανικός με μα μεγάλο αμερικανικό αμάξι, την δεκαπεντάχρονη κόρη του Χρυσούλα και την Ελένη , σχεδιάστρια και ερωμένη του. Είχε χωρίσει από την γυναίκα του γιατί εκείνη την εποχή της ανοικοδόμησης της Αθήνας για να υποδεθεί τις χιλιάδες εσωτερικούς μετανάστες, διεκπεραίωνε μια άδεια πολυκατοικίας την εβδομάδα. Τα αρχιτεκτονικά σχέδια τα είχαν αναλάβει τελειόφοιτοι της Αρχιτεκτονικής σχολης με την μισή αμοιβή της νόμιμης, ενώ αυτός τα υπέγραφε. Έμεναν μέχρι αργά στο γραφείο και η νοστιμούλα σχεδιάστρια είχε υποκαταστήσει την γυναίκα του. Το γραφείο ήταν τετραώροφο : Πρόεκυψε απο αμοιβή σε είδος (ένα ισόγειο μαγαζί 35 τ.μ. με πατάρι και δυο υπόγεια).
Αύγουστος. Ζέστη στον κάμπο του Αγρινιου και τα κουνούπια σε έκαναν διπλό από τα τσίμπημα. Ένα βράδυ ο Γιάννης σηκώνεται για να ουρήσει στο ξηρό αποχωρητήριο μακριά από το σπίτι. Περνώντας από το δωμάτιο της Χρυσούλας την βλέπει ημίγυμνη να παλεύει με την ζέστη και τις πρώιμες ορμές της. Από το πρωί που την είχε δει να πλένεται στο πρόχειρο λουτρό με τις ξυλοσανίδες, την σκεφτόταν ερεθισμένος συνέχεια. Δεν χρειάστηκε και πολύ, οι δυο έφηβοι έσμιξαν σιωπηλά.
Αυτή η σύντομη σχέση με την τρίτη του ξαδέλφη , του έδειξαν τις τεράστιε ς διαφορές που δημιουργούσαν η ασφυκτική παραμονή στο καπνοχώρι σε μια αγροτική οικογένεια με 4 παιδιά , πάτερα αγρότη και πολύ χαμηλότερο εισόδημα από τον μακρινό θειο όπως και η διαφορά στα ήθη (θειος χωρισμένος με βασική ερωμένη την σχεδιάστρια του και ερωτικές περιπέτειες με διάφορες ηθοποιούς που ήδη είχε γνωρίσει μέσω ενός φίλου του πρώην ΕΔΑιτη δικηγόρου, την μίνι φούστα της ξαδέλφης του ….)
Το καλοκαίρι, αξημέρωτα, πήγαιναν με το κάρο στα καπνοχώραφα για το «σπάσιμο», έκοβαν πρώτα τα κάτω φύλλα (το «πρώτο χέρι» και ακολουθούσαν το δεύτερο και το τρίτο προς τα πάνω) όσο ακόμα ήταν υγρά και τρυφερά προτού τα δει ο ήλιος,…..
Στην Αιτωλοακαρνανία, και σ’ άλλες καπνοπαραγωγικές περιοχές , η παιδική εργασία αποτελούσε το «τραύμα», και ήταν φυσικό τα παιδιά του δημοτικού και των πρώτων τάξεων του γυμνάσιου να θέλουν να παίζουν ή να κάνουν βόλτες με την παρέα τους, αντί να εργάζονται.
Το τραύμα …. ήταν κυρίως η πίκρα για το άδικο, όταν συνειδητοποιούσαν ότι άλλοι συμμαθητές τους λ.χ. παιδιά Δημοσίων Υπαλλήλων, δεν ήταν αναγκασμένα να δουλεύουν, αλλά και ο καταναγκασμός απο τον πατέρα αφέντη. Ευτυχώς ο πατέρας του Γιάννη ήταν ήπιος χαρακτήρας και δεν διπλασίαζε την πίκρα που είχαν άλλα αγροτόπαιδα. Αυτή η πρόωρη ωριμότητα έκανε την πίκρα περηφάνια και συχνά σκληρότητα.
Οπότε αφού ήταν έξυπνος διάβασε και μπήκε στο ΕΜΠ και εφεξής πήρε διαζύγιο με την χειρωνακτική εργασία.
Είναι αυτό που λέω λακωνικά «σπούδασε για να μην σκάβει», σε αντίθεση με τα παιδιά των προαστίων που αρκετοί προλάβαμε κήπους όπου «σκάβαμε γιατί γουστάραμε», σχεδόν χωρίς κανένα καταναγκασμό οπότε «ως φοιτητές παίζαμε και σπουδάζαμε» κάνοντας και διαφορές περιστασιακές δουλειές για να ενισχύσουμε το φτωχό χαρτζιλίκι μας, η πιο σημαντική : φροντιστήρια σε μαθητές.
Υπάρχει ένας μύθος που καλλιέργησε ο λαϊκισμός για τους Αθηναίους φοιτητές παιδιά μικροαστών και υπάλληλων, ειδικά εκείνη την περίοδο, σε σχέση με τους επαρχιώτες φοιτητές. Οι δεύτεροι ζούσαν στις φοιτητικές εστίες η συγκατοικούσαν και το νοίκι το πλήρωναν οι γονείς τους.
Οι Αθηναίους φοιτητές ήταν αναγκασμένοι να στεγάσουν τους έρωτες τους σε κάποια γκαρσονιέρα , το ενοίκιο το πλήρωναν οι ίδιοι. Στα Αναφιώτικα ( δεκαετία 60, αρχές 70 ) τα λιλιπούτεια σπίτια της συνοικίας που χτίστηκε ακολουθώντας την αρχιτεκτονική των Κυκλάδων ήταν οι πρώτες γκαρσονιέρες των φοιτητών), ενώ από τα μέσα της δεκαετίας 70, αρχές 80 στην περιοχή Εξαρχείων, Νεαπολέως, κ.λπ.
Ως διατηρούντες γκαρσονιέρες , μάθαμε να σουλουπώνουμε ερείπια με πολύ χαμηλό ενοίκιο (σοβάτισμα, στοκάρισμα, βάψιμο (πλαστικό και ελαιόχρωμα),……).
Αυτά τα προφανή χόμπι, πολύ συνήθη τουλάχιστον στην Μ. Βρετανία και τις ΗΠΑ όχι μόνον σε μηχανικούς (επισκευές, συντήρηση σπιτιού, αυτοκίνητου, μοτοσυκλέτας,…), πολλοί επαρχιώτες απόφοιτοι ΑΕΙ και με το παιδικό τραύμα της καταναγκαστικής εργασίας είχαν αποκτήσει σχεδόν μόνιμη δυσανεξία με την χειρωνακτική εργασία.
Ειδικότερα οι αντουανεττοι/ες του ΣΥΡΙΖΑ το ονομάζουν «Κοινωνική Οικονομία: Απάντηση στην κρίση». Να δω που θα βρουν συντρόφους που να μην έχουν εμφανίζουν αλλεργία προς την χειρωνακτική εργασία.
Συνεχίζεται.....
Οπότε αφού ήταν έξυπνος διάβασε και μπήκε στο ΕΜΠ και εφεξής πήρε διαζύγιο με την χειρωνακτική εργασία.
Είναι αυτό που λέω λακωνικά «σπούδασε για να μην σκάβει», σε αντίθεση με τα παιδιά των προαστίων που αρκετοί προλάβαμε κήπους όπου «σκάβαμε γιατί γουστάραμε», σχεδόν χωρίς κανένα καταναγκασμό οπότε «ως φοιτητές παίζαμε και σπουδάζαμε» κάνοντας και διαφορές περιστασιακές δουλειές για να ενισχύσουμε το φτωχό χαρτζιλίκι μας, η πιο σημαντική : φροντιστήρια σε μαθητές.
Υπάρχει ένας μύθος που καλλιέργησε ο λαϊκισμός για τους Αθηναίους φοιτητές παιδιά μικροαστών και υπάλληλων, ειδικά εκείνη την περίοδο, σε σχέση με τους επαρχιώτες φοιτητές. Οι δεύτεροι ζούσαν στις φοιτητικές εστίες η συγκατοικούσαν και το νοίκι το πλήρωναν οι γονείς τους.
Οι Αθηναίους φοιτητές ήταν αναγκασμένοι να στεγάσουν τους έρωτες τους σε κάποια γκαρσονιέρα , το ενοίκιο το πλήρωναν οι ίδιοι. Στα Αναφιώτικα ( δεκαετία 60, αρχές 70 ) τα λιλιπούτεια σπίτια της συνοικίας που χτίστηκε ακολουθώντας την αρχιτεκτονική των Κυκλάδων ήταν οι πρώτες γκαρσονιέρες των φοιτητών), ενώ από τα μέσα της δεκαετίας 70, αρχές 80 στην περιοχή Εξαρχείων, Νεαπολέως, κ.λπ.
Ως διατηρούντες γκαρσονιέρες , μάθαμε να σουλουπώνουμε ερείπια με πολύ χαμηλό ενοίκιο (σοβάτισμα, στοκάρισμα, βάψιμο (πλαστικό και ελαιόχρωμα),……).
Αυτά τα προφανή χόμπι, πολύ συνήθη τουλάχιστον στην Μ. Βρετανία και τις ΗΠΑ όχι μόνον σε μηχανικούς (επισκευές, συντήρηση σπιτιού, αυτοκίνητου, μοτοσυκλέτας,…), πολλοί επαρχιώτες απόφοιτοι ΑΕΙ και με το παιδικό τραύμα της καταναγκαστικής εργασίας είχαν αποκτήσει σχεδόν μόνιμη δυσανεξία με την χειρωνακτική εργασία.
Ειδικότερα οι αντουανεττοι/ες του ΣΥΡΙΖΑ το ονομάζουν «Κοινωνική Οικονομία: Απάντηση στην κρίση». Να δω που θα βρουν συντρόφους που να μην έχουν εμφανίζουν αλλεργία προς την χειρωνακτική εργασία.
Συνεχίζεται.....