Εισαγωγικά- Μια ερασιτεχνική ? ( ερωτηματικό Hypothesis) προσπάθεια κατανόησης βασικών διαστάσεων της καπιταλιστικής κρίσης-η συλλογιστική προχωρά ως εξής: μια "σχιζοανάλυση" του συμπτώματος της κρίσης παραγωγικότητας, μας οδηγεί στη σύλληψη των εξωοικονομικών-κοινωνικών προυποθέσεων της οικονομικής μεγέθυνσης. Συνεπώς η οικονομική κρίση δεν ερμηνεύεται απλώς ''οικονομικά'', αλλά ως κρίση αναπαραγωγής των κοινωνικών σχέσεων. Η απάντηση του Κράτους και του Κεφαλαίου δεν είναι παρά η επιθετική, συχνά ανοιχτά πολεμική επιχειρηματικοποίηση της κοινωνίας, ώστε αυτή να λειτουργεί σαν αποδοτική επιχείρηση, από το μοριακό-ψυχικό, μέχρι το πλανητικό επίπεδο. Αυτός ο γενικευμένος πόλεμος, που παίρνει πολλαπλές μορφές ανάμεσα σε ''ντόπιους'' και ''αλλοδαπούς'', κράτη και μετανάστες, μισθωτούς και ανέργους, ανάμεσα σε έθνη-κράτη και ανάμεσα στο έθνος-κράτος και τη παγκοσμιοποίηση του κεφαλαίου, δεν είναι παρά η κατάσταση της εποχής μας, κατά τη διαμόρφωση και ωρίμανση του ολοκληρωτικού καπιταλισμού.
Το Σύμπτωμα Κρίσης της Παραγωγικότητας
Όσο παγιώνεται η κατάσταση οικονομικής στασιμότητας του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, παρατηρείται μια στροφή στη σκέψη σημαντικών αστικών think tanks, όσον αφορά την ερμηνεία της κρίσης, το βάθος και τον προσδιορισμό των αιτιωδών μηχανισμών που την προκαλούν. Το 2014 το ΔΝΤ δημοσίευσε έκθεση, η οποία ξεκινά με ένα γνωστό τσιτάτο του P.Krugman: «Η παραγωγικότητα δεν είναι το παν, αλλά μακροπρόθεσμα είναι σχεδόν το παν». Έπειτα από εκτεταμένη έρευνα στοιχείων που επικεντρώνεται στη κλαδική ανάλυση της παραγωγικότητας σε διάφορες χώρες, σημειώνει πως η στασιμότητα ανάγεται σε παράγοντες που ενεργούν πριν το 2008, και πως υπάρχει μια σχεδόν οικουμενική «μέγα-τάση» κάμψης του ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας από το 1970 και μετά, η οποία παραγνωρίστηκε και συγκαλύφθηκε από μικρές ανακάμψεις, που δεν αναιρούν τον κανόνα. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του, στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, ο ρυθμός μεγέθυνσης έπεσε από τον ετήσιο ρυθμό αύξησης του 3,5% το 1970 σε λιγότερο από 2,5% στα μέσα του 2000. Αυτή η πτώση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη πτώση του ρυθμού αύξησης παραγωγικότητας της εργασίας, που στο ίδιο δείγμα των ανεπτυγμένων χωρών, έπεσε από περίπου 3% το χρόνο, σε λιγότερο από 1,5%. Σαν αντίδοτο, προτείνει μια παραγωγική ανασυγκρότηση με μετατόπιση πόρων από τους λιγότερους παραγωγικούς τομείς του τριτογενούς τομέα στους πιο παραγωγικούς, και ενίσχυση της συνολικής παραγωγικότητας, με επενδύσεις στην τεχνολογία και τη γνώση, αλλά και με διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα διαμορφώσουν ένα περιβάλλον καινοτομίας. Ένα χρόνο αργότερα, το 2015, ο ΟΟΣΑ δημοσιεύει έκθεση με τίτλο «Το μέλλον της παραγωγικότητας», στην οποία καταλήγει, μετά από επίσης εξαντλητική έρευνα στοιχείων, σε ανάλογα συμπεράσματα: Υπάρχει, από το 1970 και μετά, μακροπρόθεσμη πτωτική τάση του ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας, και μάλιστα, πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα, ο ΟΟΣΑ προβλέπει ότι τις επόμενες δεκαετίες, θα πρέπει να συμβεί μια σημαντική μετατόπιση του «τεχνολογικού φράγματος» ώστε να ανακτηθεί σημαντική αναπτυξιακή δυναμική. Ο ΟΟΣΑ προτείνει πολιτικές στρατηγικά προσανατολισμένες στη προώθηση τεχνολογικής καινοτομίας και διάχυσης της γνώσης (άμεσα και έμμεσα, με τη διαμόρφωση κατάλληλου θεσμικού και κοινωνικού περιβάλλοντος), μέσω της ''ολοκλήρωσης'' (βλ. άνοιγμα) των αγορών, της χρηματοδότησης Έρευνας και Ανάπτυξης και υποδομών, της παροχής κινήτρων στους πιο δυναμικούς, σύγχρονους παραγωγικούς κλάδους και επιχειρήσεις, αλλά και μέσω της παραγωγής περισσότερου ''ανθρώπινου κεφαλαίου''. Η αυτοκριτική τους, ότι πρέπει όλα αυτά να τα κάνουν γρήγορα. Μία ακόμη έκθεση που δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 2015 από το γνωστό παγκόσμιο ινστιτούτο έρευναςMcKinsey&Company, χτυπά το καμπανάκι του κινδύνου για τα επόμενα 50 χρόνια. Η έκθεση (κλικ εδώ) καταλήγει σε ένα εντυπωσιακό συμπέρασμα, σύμφωνα με το οποίο, ακόμα και αν η παραγωγικότητα συνεχίσει να αυξάνεται με τους ίδιους ρυθμούς που αυξανόταν τα τελευταία 50 χρόνια (χρονικό διάστημα που περιλαμβάνει και τη μεταπολεμική «χρυσή εποχή» του δυτικού καπιταλισμού), η οικονομική μεγέθυνση θα επιβραδυνθεί σημαντικά. Και αυτό γιατί τα τελευταία 50 χρόνια, η οικονομική μεγέθυνση ήταν αποτέλεσμα ενός ετήσιου ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας κατά 1,8% και ενός ετήσιου ρυθμού αύξησης της απασχόλησης εργατικού δυναμικού κατά 1,7%, ενώ για τα επόμενα 50 χρόνια, για λόγους που σχετίζονται με τη τεχνολογική υποκατάσταση της εργασίας από το κεφάλαιο στη παραγωγή και τη δημογραφική γήρανση (άρα τη μείωση του νεαρού εργατικού δυναμικού που μπαίνει στην παραγωγή σε σχέση με τον γηραιότερο, λιγότερο παραγωγικό ή καθόλου παραγωγικό πληθυσμό), η απασχόληση προβλέπεται πως θα κυμανθεί γύρω στο 0,3%. Επομένως, αν υποθέσουμε ότι η παραγωγικότητα παραμένει η ίδια, η μείωση του ρυθμού αύξησης της απασχόλησης κατά 40% μέχρι τότε θα σημαίνει μια μεγάλη μείωση ή έστω τάση μείωσης της οικονομικής μεγέθυνσης, σε σχέση με τη προηγούμενη πεντηκονταετία. Όλα αυτά που τώρα παρουσιάζονται ως αυτονόητα συμπεράσματα των πλέον αρμόδιων αναλυτών, με βάθος δεκαετιών στο παρελθόν και στο μέλλον, δεν αποτελούσαν μέχρι πρόσφατα επίσημες παραδοχές της αστικής τάξης, που ισχυριζόταν, ειδικά μετά τη πτώση της ΕΣΣΔ, ότι ο καπιταλισμός έχει λύσει μια για πάντα τις κρίσεις του, με την ανάπτυξη νέων υπολογιστικών μεθόδων, χρηματοοικονομικών εργαλείων, διαχειριστικών πολιτικών κ.ο.κ. Υπήρχαν όμως πολλά σημάδια και προειδοποιήσεις, μέσα στο πανηγυρικό, τεχνοφουτουριστικό κλίμα ενθουσιασμού της δεκαετίας του 1990, και από αστική, και από μαρξιστική ή ευρύτερα «ετερόδοξη» μπάντα. Σε ένα πολύ γνωστό εγχειρίδιο για την οικονομική μεγέθυνση του 1995, ο καθηγητής του Harvard και ένας εκ των πολύ σημαντικών προασπιστών της «νέας θεωρίας μεγέθυνσης»,P.Aghion, και ο S.N Durlauf, έγραφαν πως, όχι απλά παρατηρείται κάμψη της παραγωγικότητας στις χώρες του ΟΟΣΑ τις τελευταίες δεκαετίες, αλλά το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται σε ένα δείγμα χωρών πολύ ευρύτερο, που περιλαμβάνει 96 χώρες, 23 εντός ΟΟΣΑ και 73 εκτός ΟΟΣΑ, όπου παρατηρείται μια πτώση του ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας, από το 2,7% στο 1,1% το χρόνο κατά μέσο όρο. Βλέπουμε πως ο αριθμός αυτός δεν διαφέρει πολύ από τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ, περιλαμβάνοντας μάλιστα και ένα φάσμα 73 «μη ανεπτυγμένων» οικονομιών. Ακόμα και στην Ασία, την πιο δυναμική οικονομικά ήπειρο των τελευταίων 40 χρόνων, ο ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας έπεσε κατά μέσο όρο 0,4%. Δεδομένου ότι, όπως σημειώνουν οι συγγραφείς, την ίδια περίοδο ο μέσος ρυθμός επενδύσεων σε φυσικό κεφάλαιο μεταξύ όλων των υπό εξέταση χωρών έμεινε ουσιαστικά σταθερός (15,8% πριν και 15,5% μετά την επιβράδυνση), και ότι ο ρυθμός επένδυσης σε ανθρώπινο κεφάλαιο αυξήθηκε σημαντικά (από το 7,1% στο 9,7%), η επιβράδυνση της οικονομικής μεγέθυνσης δεν μπορεί να αποδοθεί σε μια παγκόσμια κάμψη των ρυθμών επένδυσης κεφαλαίου. Η επιβράδυνση αυτή δείχνει πως υπάρχει ένας άλλος, κοινός παρονομαστής των επιδόσεων μεταξύ όλων αυτών των αναπτυγμένων και αναπτυσσόμενων καπιταλιστικών οικονομιών. Ο Robert Brenner ήταν ο «τρελός του χωριού», όταν από τις αρχές του 2000 προέβλεπε το ξέσπασμα μιας κρίσης με επίκεντρο τις ΗΠΑ ως κορύφωση ενός «μακρού κύματος ύφεσης» του 1973-2000. Όπως παρατηρούσε το 2008, βλέποντας αναδρομικά τα γεγονότα «Σε όλη τη διάρκεια της άνοιξης του 2007, ήταν σχεδόν διεθνώς αποδεκτό ότι η οικονομία ήταν ισχυρή. Η επέκταση είχε προχωρήσει άνισα, παραδέχονταν μερικοί, εκφράζοντας αυτό που αποτελούσε γενική παραδοχή, αλλά, πρόσθεταν, δύσκολα θα μπορούσε να ήταν πιο ευνοϊκές οι συνολικές δυνατότητες της ανάπτυξης. Παρόλα αυτά, η πραγματικότητα ήταν εντελώς διαφορετική, αν και συγκεχυμένη κάποιες φορές, λόγω των διαδοχικών, θεαματικών ράλι ανόδου των αγορών των διαφόρων περιουσιακών στοιχείων κατά τη δεκαετία του 1980, του 1990 και του 2000. Από το 1973 μέχρι σήμερα, οι οικονομικές επιδόσεις των ΗΠΑ, της δυτικής Ευρώπης και της Ιαπωνίας χειροτερεύουν από τον ένα οικονομικό κύκλο στον άλλο κι από δεκαετία σε δεκαετία (με εξαίρεση το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990) σύμφωνα με όλους τους κοινά αποδεκτούς μακροοικονομικούς δείκτες. Ομοίως, την ίδια περίοδο, οι κεφαλαιακές επενδύσεις σε παγκόσμια κλίμακα, και σε κάθε περιοχή πλην της Κίνας, συμπεριλαμβανομένων ακόμα και των Νεοβιομηχανοποιημένων Χωρών της Ανατολικής Ασίας από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και μετά, αποδυναμώνονται διαρκώς». Φυσικά, η λίστα των μαρξιστών οι οποίοι κατέληγαν σε ανάλογα συμπεράσματα, ερμηνεύοντας τα ίδια συμπτώματα με άλλους εξηγητικούς μηχανισμούς, είναι μακριά. Έχει πάντως ιδιαίτερη σημασία ότι τα συμπτώματα αναγνωρίζονται από μια σειρά ετερογενών πολιτικά μελετητών-οι αστοί τα αναγνωρίζουν αναζητώντας μια θεραπεία, και μάλιστα, με τη «στρατηγική στο τιμόνι» και μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, ενώ οι μαρξιστές ή ευρύτερα οι αντικαπιταλιστές, αναγνωρίζουν στα συμπτώματα τη δυνατότητα οι αντιφάσεις του κεφαλαιοκρατικού συστήματος να οδηγήσουν στον κλονισμό και τελικά ανατροπή του. Φαίνεται, σε πείσμα όλων των απολογητών του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, ότι οι αντιφάσεις παραμένουν, μολονότι η συγκεκριμένη ανάλυση των αντιφάσεων αυτών με τρόπο επιστημονικά επαρκή, παραμένει ζητούμενο. Σε κάθε περίπτωση όμως, η αδιαπραγμάτευτη κριτική στην υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων, έχει το προνόμιο να ξεκινά από την αυτοκριτική του ίδιου του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, όπως ασκείται μέσα σε κάθε δομική κρίση του (με την έννοια του Χέγκελ). Βλέπουμε ότι, παρά την έκρηξη της τεχνολογίας της πληροφορικής και την τεράστια αλλαγή των κοινωνικών σχέσεων, αλλά και των εργασιακών οργανωτικών προτύπων, με την είσοδο των ηλεκτρονικών υπολογιστών στη ζωή μας, ισχύει η περίφημη διαπίστωση του νομπελίστα Sollow, ότι οι νέες τεχνολογίες στα τέλη του 20ου αιώνα έχουν αποτελέσματα ορατά οπουδήποτε αλλού, εκτός από τους δείκτες παραγωγικότητας.
Πίσω από το Σύμπτωμα-αναζητώντας τη «συνάρτηση παραγωγής και οικονομικής μεγέθυνσης»
Η παραγωγικότητα είναι εξαιρετικά κρίσιμος παράγοντας της οικονομικής μεγέθυνσης, και ο «συμπτωματικός» χαρακτήρας της, που υποδεικνύει μια αντίφαση ανάμεσα στην ομαλή, διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, οι προδιαγραφές της οποίας προσδιορίζονται από την «ουσία» του, και στη πραγματική κατάστασή του, είναι αναμφισβήτητη. Όμως η παραγωγικότητα δεν είναι το παν, αλλά εμπλέκεται σε ένα πλέγμα αιτιακών σχέσεων μαζί με άλλες αλληλεξαρτώμενες μεταβλητές, ενώ και ο ρυθμός αύξησης της ίδιας δεν εξηγεί, αλλά πρέπει να εξηγηθεί. Η προβληματική της «συνάρτησης παραγωγής» ήταν η προσπάθεια της αστικής τάξης, σε μακροοικονομικό επίπεδο, να εντοπίσει, πίσω από τα φαινόμενα, τον «κρυφό» μηχανισμό ή κινητήρα της οικονομικής μεγέθυνσης.
Από τον Adam Smith, τον Ricardo, τον Malthus, με τη μεσολάβηση της κριτικής της πολιτικής οικονομίας από τον Marx, μέσα από διάφορες διαδρομές μέχρι τον Keynes και το μοντέλο των Harrod-Domar, που αποτελεί σταθμό στην εξέλιξη της σχετικής προβληματικής, η αστική τάξη άρχισε να θεμελιώνει την θεωρητική της αυτοαντίληψη, από τη σκοπιά της αντικειμενικής λειτουργίας της σε μακροεπίπεδο, από τη σκοπιά δηλαδή της κεφαλαιακής συσσώρευσης και της οικονομικής μεγέθυνσης. Αργότερα, και παράλληλα με τα μοντέλα των συνεχιστών του Keynes της σχολής του Cambridge της Αγγλίας (με πιο σημαντικούς εκπροσώπους την Joan Robinson, τον Nicholas Kaldor, τον Richard Kahn, τον Luigi Passinety), αναπτύσσεται, στο Cambridge της Μασαχουσέτης των ΗΠΑ και με κύριους εκπροσώπους τον RobertSolow, τον Paul Samuelson, τον Franco Modigliani και άλλους, το λεγόμενο νεοκλασικό υπόδειγμα μεγέθυνσης. Η συνάρτηση Cobb-Douglas, εκείνη που συχνότερα χρησιμοποιείται σε εμπειρικές έρευνες με συνολικά στατιστικά στοιχεία, κατασκευάστηκε από δύο αμερικανούς, έναν μαθηματικό και έναν οικονομολόγο. Η αστική θεωρία «προσέγγισης της συνάρτησης παραγωγής στην ανάλυση της μεγέθυνσης», δανείζεται το βασικό περιεχόμενό της, που είναι η συνάρτηση παραγωγής, από τη μικροοικονομική θεωρία της επιχείρησης. Yποστηρίζει πως, ακριβώς όπως η κρατούσα πολιτική οικονομία λέει ότι το προϊόν μιας επιχείρησης είναι η συνάρτηση των συντελεστών παραγωγής-γη, εργασία, κεφάλαιο και επίπεδο της τεχνολογίας (ή αποτελεσματικότητα των εισροών)-έτσι και το συνολικό προϊόν μιας οικονομίας μπορεί να εκφραστεί ως μια συνάρτηση των παραγωγικών εισροών και της υπάρχουσας τεχνολογίας. Σε μια γενική, μη τεχνική της μορφή, και συγκεντρώνοντας κάποιες μεταβλητές που θεωρούνται κοινός τόπος, η συνάρτηση αυτή μας λέει ότι η οικονομική μεγέθυνση εξαρτάται από α) την εισροή παραγωγικών πόρων (ποσότητες κεφαλαίου και εργασίας), β) τις αύξουσες αποδόσεις του κεφαλαίου και της εργασίας, γ) την ελαστικότητα του προϊόντος σε σχέση τόσο με το κεφάλαιο και την εργασία, Το υπόλοιπο της οικονομικής μεγέθυνσης, αν αφαιρέσουμε τη συμβολή των παραγωγικών συντελεστών «κεφάλαιο-εργασία», είναι ο Total Factor Productivity-η «συνολική παραγωγικότητα», που αντιστοιχεί στην τεχνολογική πρόοδο με την ευρεία έννοια, δηλαδή σε οποιοδήποτε παράγοντα, εκτός από τις αύξουσες αποδόσεις, αυξάνει την παραγωγικότητα των παραγωγικών συντελεστών. Από τα παραπάνω ήδη συνάγεται ότι η οικονομική μεγέθυνση εξαρτάται και από δ) την μετακίνηση εισροών από τις λιγότερο παραγωγικές στις περισσότερο παραγωγικές (τεχνολογικά προηγμένες) δραστηριότητες (για πρόσθετες μεταβλητές της μεγέθυνσης που λαμβάνονται συχνά υπόψη, βλ. παρακάτω). Οι μεταβολές της τεχνολογίας υποτίθενται εξωγενείς και ανεξάρτητες από τις μεταβολές των ποσοτήτων των παραγωγικών εισροών, και η τεχνολογική πρόοδος υποτίθεται πως έχει ουδέτερο αποτέλεσμα στην ένταση χρήσης των εισροών στην παραγωγική διαδικασία.
Η ρήξη με τον μέχρι τότε κυρίαρχο τρόπο σκέψης πάνω στη «συνάρτηση παραγωγής», συνέβη όταν οιAbramovitz (1956) και Solow (1957) απέδειξαν ότι το 80-90% της αύξησης του κατά κεφαλή προϊόντος στην οικονομία των ΗΠΑ, κατά τη διάρκεια των τελευταίων εκατό χρόνων, δεν μπορεί να αποδοθεί στις αυξήσεις του κατά κεφαλή κεφαλαίου. Μέχρι τότε οι οικονομολόγοι πίστευαν ότι οι επενδύσεις και η συσσώρευση κεφαλαίου διαδραματίζουν τον πλέον κρίσιμο ρόλο στη διαδικασία της μεγέθυνσης. Ακόμα και λαμβάνοντας υπόψη λάθη στις στατιστικές εκτιμήσεις, φαινόταν πως σε κάθε περίπτωση η αύξηση του αποθέματος του κεφαλαίου υπήρξε σχετικά μικρής σημασίας παράγοντας συμβολής στην αύξηση του συνολικού προϊόντος. Ξαφνικά το «Υπόλοιπο» και εξωγενώς δοσμένο σε σχέση με τις διακυμάνσεις των μεταβλητών της συνάρτησης παραγωγής, το T ή αλλιώς η «συνολική παραγωγικότητα», έμοιαζε σπουδαιότερο από όλες τις άλλες μεταβλητές μαζί. Από την άλλη μεριά, το T δεν μπορούσε να αποδοθεί απλώς σε μια «εξωγενή τεχνολογική πρόοδο», αφού η συσσώρευση του κεφαλαίου, ενδογενής στη συνάρτηση παραγωγής (ποσότητα και αύξουσα απόδοση κεφαλαίου) διαδραματίζει αναμφισβήτητα σημαντικό ρόλο στην τεχνολογική πρόοδο. Αν στη συνάρτηση παραγωγής μοιάζει απροσδιόριστη η ακριβής σχέση της ποιότητας-απόδοσης του κεφαλαίου και της εργασίας με τον ρυθμό αύξησης του προϊόντος, έτσι ώστε πάντα υπάρχει ο κίνδυνος της υποεκτίμησης ή υπερεκτίμησης της ελαστικότητας του προιόντος σε σχέση με το κεφάλαιο ή την εργασία, το Τ ήταν ακόμη πιο απροσδιόριστο, αφού η τεχνολογική πρόοδος εξαρτάται και από την εσωτερική δυναμική της σχέσης κεφαλαίου-εργασίας, και από εξωγενείς, «εξωοικονομικούς» παράγοντες
Τα αστικά οικονομικά φτάνουν έτσι σε ένα κορυφαίο, οριακό σημείο, που οδηγεί σε μια αυτοκριτική αναδίπλωση. Το Τ, τα «κατάλοιπα» της συνάρτησης παραγωγής, όπως συνηθίζουν να τα λένε, είναι ακριβώς «κατάλοιπα» εξαιτίας ενός μηχανισμού απώθησης στο ασυνείδητο της αστικής θεωρίας κάθε στοιχείου που δεν μπορεί να εξηγήσει η συνάρτηση παραγωγή, αυτό το «Υπόλοιπο» είναι το Πραγματικόπου στη λακανική ψυχανάλυση είναι αδύνατον να συμβολοποιηθεί, μια εκ-σωτερικότητα στην καρδιά της οικονομικής μεγέθυνσης, το μη οικονομικό στον πυρήνα του οικονομικού συστήματος. Είναι εντυπωσιακό το πόσο η περιγραφή ενός οικονομολόγου, του Abramovitz, ταιριάζει απόλυτα με την περιγραφή ενός ψυχαναλυτή, του Lacan. Όταν ο Abramovitz ανακαλύπτει το μέγεθος του Πραγματικού, που το καθιστά από αμελητέα λεπτομέρεια σε τραυματικό για την οικονομική επιστήμη γεγονός, όταν αντιμετωπίζει, διά της εις άτοπον απαγωγής και εξαντλώντας την κατανοητική δύναμη του οικονομικού συμβολικού, αυτό που πλεονάζει ως το όριο που δεν μπορεί πια να αγνοηθεί, αναφωνεί:
«Η εξέλιξη αυτή δημιουργεί έκπληξη, εξαιτίας της μονομερούς σημασίας που φαίνεται ότι προσδίδει στην αύξηση της παραγωγικότητας και θα πρέπει, με μια έννοια, να συγκρατεί, αν δεν αποθαρρύνει, τους μελετητές της οικονομικής μεγέθυνσης. Εφόσον γνωρίζουμε πολύ λίγα για τις αιτίες της αύξησης της παραγωγικότητας, η σημασία που αποδίδεται σε αυτό το στοιχείο μπορεί να γίνει αντιληπτή ως ενός είδους μέτρο της άγνοιάς μας για τις αιτίες της οικονομικής μεγέθυνσης των Ηνωμένων Πολιτειών και κάποιας μορφής υπόδειξη για την κατεύθυνση προς την οποία πρέπει να στρέψουμε τη προσοχή μας».
Σαν άλλος ψυχαναλυτής, ο Abramovitz προτρέπει την οικονομική επιστήμη σε μια κατανόηση του συμβολικού της Νόμου και του επίπλαστου χαρακτήρα του, σε μία διάνυση της φαντασίωσης πληρότητάς της, σε μια θαρραλέα στροφή προς το ίδιο Πραγματικό. Όπως συμβαίνει, όμως, με την ανακάλυψη κάθε συμπτώματος, έτσι και εδώ, εκείνος που υπερασπίζεται τη συμβολική τάξη, της οποίας τα όρια το σύμπτωμα καταδεικνύει, προσπαθεί να μετριάσει και να κρύψει το σύμπτωμα. Για αυτό γράφει ο Thirlwall«Δεν θα ήταν καθόλου υπερβολή ή παραποίηση της πραγματικότητας, αν πούμε ότι οι περισσότερες από τις ερευνητικές προσπάθειες που ακολούθησαν, σε αυτή την περιοχή έρευνας της οικονομικής μεγέθυνσης, είχαν προορισμό να μετριάσουν ή και να αναστρέψουν τις εντυπώσεις που δημιούργησε το πιο πάνω συμπέρασμα. Ή, καλύτερα, να «αποδώσουν ξανά» στους συντελεστές της παραγωγής εκείνες τις αιτίες της μεγέθυνσης που μπορεί να έχουν συμπληρωματικό ρόλο, συνθέτοντας τον παράγοντα των καταλοίπων, αλλά συσχετίζονται με και εξαρτώνται από την αύξηση των ποσοτήτων των παραγωγικών συντελεστών». Το Υπόλοιπο, το Πραγματικό, έπρεπε να ενσωματωθεί στην συμβολική τάξη, να αιχμαλωτιστεί εκ νέου από τον οικονομικό κώδικα.
Έτσι λοιπόν στις μετέπειτα ερευνητικές εργασίες, και κατά τον κανόνα της επιστροφής του απωθημένουκαι της επανακωδίκωσής του στο συμβολικό, έγινε μια διπλή προσπάθεια διαχείρισης του συμπτώματος, όχι δίχως σημαντικά αποτελέσματα. Συμπεριλήφθησαν νέοι μακροοικονομικοί προσδιοριστικοί παράγοντες της μεγέθυνσης, που δεν αφορούν την τεχνολογική πρόοδο (ή ρυθμό αύξησης της συνολικής παραγωγικότητας), αλλά ούτε τις εισροές κεφαλαίου-εργασίας. Επιπλέον, η τεχνολογική πρόοδος διακρίθηκε σε ενσωματωμένη και μη ενσωματωμένη τεχνολογική πρόοδο. Η πρώτη αφορά τις τεχνολογικές βελτιώσεις που μπορούν να εισαχθούν στο παραγωγικό σύστημα μόνο μέσω των νέων επενδύσεων, η αύξηση δηλαδή της «παραγωγικότητας» συναρτάται με την εισροή νέων επενδύσεων, άρα και με την εισροή νέων τεχνολογικών βελτιώσεων ανάλογα με το ρυθμό αύξησης του κεφαλαίου-στην περίπτωση αυτή, η τεχνολογική πρόοδος δεν είναι εξωγενής, αλλά ενδογενής στη συνάρτηση, αφού εξαρτάται από τις εισροές κεφαλαίων. Από την άλλη μεριά, η μη ενσωματωμένη τεχνολογική πρόοδος αφορά τις εξωγενείς τεχνολογικές εξελίξεις, οι οποίες δεν εξαρτώνται από τη συσσώρευση κεφαλαίου. Όμως ο χωρισμός της Τ στα δύο, στο μέρος που εξηγείται και κατανοείται από τη συνάρτηση παραγωγής και στο μέρος που δεν εξηγείται και δεν κατανοείται ενδογενώς, απλώς απαλύνει τον πόσο του συμπτώματος, και μεταθέτει το πρόβλημα χωρίς να το επιλύει.
Έτσι λοιπόν, προστέθηκαν παράγοντες με λιγότερο ή περισσότερο ισχυρή, αρνητική ή θετική συσχέτιση με τον ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης. Θα ονομάσουμε αυτό το σύνολο ομάδα μεταβλητών 1:
1. Ο λόγος των αποταμιεύσεων/επενδύσεων προς το προϊόν
2. Δημοσιονομικές και νομισματικές μεταβλητές
3. Μεταβλητές του εξωτερικού εμπορίου
4. Ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού.
5. Το αρχικό επίπεδο του κατά κεφαλή εισοδήματος.
6. Ο λόγος της δημόσιας κατανάλωσης προς το ΑΕΠ.
7. Οι διαταραχές στη λειτουργία αγοράς
8. Η πολιτική αστάθεια.
9. Τομεακή και κλαδική διάρθρωση της παραγωγής.
Μια τελευταία, έσχατη προσπάθεια ενσωμάτωσης του Υπολοίπου, χρήσιμη γιατί εξαντλεί τις δυνατότητες κατανόησης της Τ με οικονομικούς όρους, είναι η αποσύνθεση και της μη ενσωματωμένης τεχνολογικής προόδου, στα «εξ ων συνετέθη». Στο έργο αυτό συνέβαλε ιδιαίτερα η «νέα θεωρία της μεγέθυνσης» ή «θεωρία της ενδογενούς μεγέθυνσης» (Lucas, Romer, κ.α) που εμφανίστηκε γύρω στο 1980, και η οποία υποστηρίζει πως υπάρχουν θετικές για την τεχνολογική πρόοδο εξωτερικές οικονομίες (positiveexternalities) σχηματισμού του «ανθρώπινου κεφαλαίου» (human capital), ενώ θεωρεί, μεταξύ άλλων, τον δείκτη επενδύσεων στην έρευνα και την ανάπτυξη (R+D), σημαντικό συντελεστή αύξησης της οικονομικής μεγέθυνσης.
Με γνώμονα τις εκθέσεις του ΔΝΤ και του ΟΟΣΑ που παραθέσαμε, μπορούμε να συγκεντρώσουμε κάποιες από τις μεταβλητές που θεωρείται ότι συμβάλλουν στη τεχνολογική πρόοδο, και μπορούν να «ενσωματωθούν» ως (προσεγγιστικά) μετρήσιμα μεγέθη στους οικονομικούς υπολογισμούς. Θα ονομάσουμε αυτό το σύνολο, ομάδα μεταβλητών 2:
1. Τεχνολογική καινοτομία, εφευρέσεις και ευρεσιτεχνίες.
2. Μίμηση-εισαγωγή τεχνολογίας και γνώσης από το εξωτερικό (διαδικασία πολιτιστικής διάχυσης, cultural diffusion process, βλ. και ιδιωτικοποιήσεις και το «άνοιγμα των αγορών» )
3. Eπένδυση σε «ανθρώπινο κεφάλαιο» (εκπαίδευση, υγεία, δεξιότητες και ιδιότητες εργατικού δυναμικού-ευέλικτο, πειθαρχημένο, διαρκώς αξιολογούμενο και επανακαταρτιζόμενο)
4. Επενδύσεις Υποδομής.
5. Επενδύσεις σε «Έρευνα και Ανάπτυξη» (R+D), δηλαδή για τεχνολογική έρευνα και ανάπτυξη νέων τεχνικών παραγωγής και καινούργιων προϊόντων.
6. Κίνητρα (φορολογικά, επιχορηγήσεις κ.α) σε νέους επενδυτές και καινοτόμες επιχειρήσεις.
7. Η «ηλικιακή δομή» του πληθυσμού, του εργατικού δυναμικού και των κεφαλαίων (οι νέες επενδύσεις αποτελούν όχημα ενσωμάτωσης νέας γνώσης και τεχνολογίας στην παραγωγή).
Ωστόσο, σε αντίθεση με την παραδοσιακή κωδικοποίηση που ακολουθεί το ΔΝΤ, ο ΟΟΣΑ, στην έκθεση που παραθέσαμε, κάνει μια σημαντική μεθοδολογική επιλογή κατονομάζοντας το μυστήριο αυτό «μέτρο της άγνοιας» περί την αύξηση της «συνολικής παραγωγικότητας», όχι T, που συμβολίζει την τεχνολογική πρόοδο, ούτε TFP (Total Factor Productivity), που συμβολίζει τη συνολική παραγωγικότητα, αλλά MFP-Multi-Factor Productivity, πολύ-παραγοντική παραγωγικότητα. Έτσι ο ΟΟΣΑ συλλαμβάνει ορθότερα την υφή Πραγματικού από τις κλασικές εργασίες πάνω στη συνάρτηση παραγωγής και το ΔΝΤ, αλλά και από τον Lacan, περιγράφοντας το όχι αρνητικά, ως το αδύνατο, αλλά καταφατικά, ως πολυπαραγοντική διαδικασία. Με αυτόν τον τρόπο, ο ΟΟΣΑ αποδίδει στο Yπόλοιπο της συνάρτησης παραγωγής μια πολλαπλότητα, μια δυναμική πολύ-παραγοντικότητα, αντί να ανάγει τη δυναμική αυτή συμβολικά σε ένα μόνο παράγοντα (T), ή να συν-ολοποιεί το πλήθος και την ετερογένεια των αιτιών κάτω από το όνομα του αποτελέσματος (TFP).
Αυτός λοιπόν ο MFP, είναι ο X-factor πίσω από το σύμπτωμα της κρίσης του ρυθμού αύξησης παραγωγικότητας, το Αίνιγμα της παραγωγικότητας, το «μέτρο της άγνοιας» των αστών οικονομιστών. Περισσότερο ως πλέγμα παραγόντων παρά ένα αίτιο, αυτός είναι ο παράγοντας που πρέπει να ενισχυθεί, για να ενισχυθεί η παραγωγικότητα, και να ξεπεράσει ο καπιταλισμός τη δομική στασιμότητά του. Όμως, με αυτή τη λογική, έχουμε ακολουθήσει μια «γραμμή φυγής» πέρα από τα όρια της «συνάρτησης παραγωγής», που δεν αναιρεί την ευρετική, προσεγγιστική σημασία της, αλλά την υπερβαίνει εκ των έσω. Γιατί κάθε οικονομετρική προσπάθεια περιορισμού των διαστάσεων του MFP σε μια πεπερασμένη λίστα μακροοικονομικών προσδιοριστικών παραγόντων ή μεταβλητών της τεχνολογικής προόδου, κατά το πρότυπο της «συνάρτησης παραγωγής», κάθε άλλο παρά εξαντλεί την ερμηνεία του ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας, όπως αποδεικνύεται από τις εμπειρικές έρευνες.
Η Marianna Mazzucato, συγγραφέας του πολυβραβευμένου «Επιχειρηματικού Κράτους», συνοψίζει αυτή τη κριτική συλλογιστική πορεία με ωραίο τρόπο:
«Όταν ο Solow ανακάλυψε ότι το 90% της διακύμανσης του οικονομικού προϊόντος δεν μπορούσε να εξηγηθεί από το κεφάλαιο και την εργασία, αποκάλεσε το εναπομένον κατάλοιπο «τεχνική αλλαγή». ΟAbramovitz, που γνώριζε πολύ περισσότερα για τις κοινωνικές συνθήκες (οι οποίες υποστηρίζουν την τεχνική αλλαγή) από τον Solow, ονομάτισε το εναπομένουν κατάλοιπο με τον ευρέως πια γνωστό όρο «το μέτρο της άγνοιάς μας». Όμως, εάν το υποκείμενο υπόδειγμα βρέθηκε να είναι τόσο ατελές, ώστε να μην μπορεί να εξηγήσει το 90%της εξαρτημένης μεταβλητής που περιέγραφε, τότε θα έπρεπε να το απορρίψουμε και να αναπτύξουμε ένα καινούργιο υπόδειγμα. Και πράγματι, αυτό υποστήριξαν πολλοί-όπως η Joan Robinson, για δεκαετίες. Η Robinson και άλλοι υπήρξαν έντονα επικριτικοί ως προς το πλαίσιο της συνάρτησης παραγωγής. Τελικά, αντί να ξεφορτωθούμε το κακό, παλιό μοντέλο, απλώς προστέθηκε σ’αυτό η τεχνική αλλαγή […] Καθώς οι οικονομολόγοι αντιλαμβάνονταν όλο και περισσότερο τον κρίσιμο ρόλο που διαδραματίζει η τεχνολογία στην οικονομική μεγέθυνση, ήταν ακόμα πιο αναγκαίο να προβληματιστούν περισσότερο για το πώς θα περιλάβουν την τεχνολογία στα μοντέλα οικονομικής μεγέθυνσης. Αυτή η εξέλιξη της σκέψης οδήγησε στη διατύπωση της «θεωρίας της ενδογενούς μεγέθυνσης» ή της «νέας θεωρίας της μεγέθυνσης», που αναπαριστά την τεχνολογία ως το ενδογενές αποτέλεσμα μιας συνάρτησης της επένδυσης σε Έρευνα και Ανάπτυξη, όπως επίσης και της επένδυσης στον σχηματισμό ανθρώπινου κεφαλαίου».
Η κριτική που ασκεί η Mazzucato στη προσπάθεια της νέας θεωρίας (ενδογενούς) μεγέθυνσης να μοντελοποιήσει τη τεχνολογική πρόοδο, έχει να κάνει με το ότι προκρίνει την έννοια των «συστημάτων» ή «δικτύων καινοτομίας», ως ένα ενδιάμεσο επίπεδο μακροοικονομικής και μικροοικονομικής ανάλυσης που αφορά τις διάφορες συγκεκριμένες αλληλεπιδράσεις των παραγόντων και δρώντων, αφού αποδεικνύεται εμπειρικά σε διάφορες περιπτώσεις, ότι απλή ενσωμάτωση μετρήσιμων μεγεθών στη συνάρτηση της οικονομικών μεγεθών δεν δίνει τα επιδιωκόμενα αναλυτικά αποτελέσματα-, για παράδειγμα, η απλή αύξηση της δαπάνης για «Έρευνα και Ανάπτυξη» και για το σχηματισμό του «ανθρώπινου κεφαλαίου», πολύ συχνά δεν οδηγεί σε τεχνολογική καινοτομία-γιατί η «τεχνολογική καινοτομία» δεν είναι απλώς συνάρτηση των ποσών που επενδύονται σε αυτούς τους τομείς, ούτε μπορεί να συλληφθεί από την παράθεση των δεικτών «αξιολόγησης» στην υγεία και εκπαίδευση. Σημασία, περισσότερο από το πόσες δαπάνες γίνονται με σκοπό την ανάπτυξη της τεχνολογίας και της παραγωγικής γνώσης, είναι το πώς γίνονται, αν γίνονται με στοχευμένο (από τη σκοπιά του «συλλογικού κεφαλαιοκράτη) τρόπο και με την κατάλληλη θεσμική οργάνωση ως περιβάλλον της επιχειρηματικότητας καινοτομίας. Αυτό η συγγραφέας το αποδεικνύει με την αντιπαραβολή, σε διάφορα επίπεδα, των «εθνικών συστημάτων καιτονομίας» της Ιαπωνίας και της ΕΣΣΔ στη δεκαετία του 1970. Η αντιπαραβολή των ιεραρχήσεων στις δαπάνες ανάμεσα στην Ιαπωνία και την ΕΣΣΔ, δείχνει ότι, παρά τον υψηλότερο δείκτη ακαθάριστης εγχώριας δαπάνης της ΕΣΣΔ στην «Έρευνα και Ανάπτυξη» σε σχέση με την Ιαπωνία (4% έναντι 2,5%), η καλύτερη κατανομή των πόρων και η σχέση δημοσίου-ιδιωτικού τομέα στην Ιαπωνία, μέσα και από άλλους υποβοηθητικούς μηχανισμός, διαμόρφωσε ένα σύστημα καινοτομίας πιο αποδοτικό από ό,τι της ΕΣΣΔ, πράγμα που πιθανόν να μην μπορούσε να εξηγηθεί με βάση τη συνάρτηση της θεωρίας ενδογενούς μεγέθυνσης.
Κάτι λείπει. Ένα καταραμένο υπόλοιπο, που η αστική τάξη για πάντα θα προσπαθεί να το απωθεί από το δημόσιο λόγο και το πολιτικό προσκήνιο.
Εκεί που συναντιέται, με τραυματικό τρόπο, ο οικονομικός κώδικας και υπολογισμός με το αδύνατο τουΠραγματικού, γεννιέται ένα σύμπτωμα κριτικής, ή αυτοκριτικής, της πολιτικής οικονομίας. Όμως αυτό το καινούργιο σύμπτωμα το ανακαλύπτει η ίδια η αστική τάξη, μέσα από τη μελέτη των αιτιών της οικονομικής μεγέθυνσης, προσπαθώντας να αναστοχαστεί πάνω στη δυναμική της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης. Αυτό το σύμπτωμα έρχεται να προστεθεί σε τουλάχιστον άλλα δύο συμπτώματα, που ανακάλυψε η κριτική της πολιτικής οικονομίας, τρομοκρατώντας την αστική τάξη και αφυπνίζοντας τη συνείδηση των υποτελών της.
Το πρώτο σύμπτωμα το ανακαλύπτει ο Marx, όταν διακρίνει την αξία των εμπορευμάτων ως κοινωνικά αναγκαία αφηρημένη ανθρώπινη εργασία, και την υπεραξία ως επιπρόσθετη αξία που παράγει αυτή η κοινωνικά αναγκαία αφηρημένη ανθρώπινη εργασία όταν «καταναλώνεται» ως αξία χρήσης και ως εμπόρευμα από το κεφάλαιο, ενώ δεν είναι απλώς «αξία χρήσης», ούτε απλώς «εμπόρευμα», αλλά είναι εκείνη η φυσική και διανοητική ανθρώπινη δύναμη, που είναι εξωγενής προς το οικονομικό σύστημα, ή καλύτερα, βρίσκεται στο μεταίχμιο του εσωτερικού και του εξωτερικού του. Για αυτό το λόγο, η εργασιακή δύναμη, που ο Μάρξ τη διακρίνει από την εργασία, ως εξωοικονομική, ζωτική δυνατότητα παραγωγής νέας αξίας, δεν είναι άλλο ένα πράγμα, ένας ακόμη αριθμός στους καπιταλιστικούς υπολογισμούς, αλλά αναπόσπαστο, οργανικό μέρος ενός ανθρώπου και μιας κοινωνίας που διαπερνάται από πολιτικοιδεολογικές σχέσεις και ταξικούς ανταγωνισμούς. Το κοινό της εργασιακής δύναμης με τη μεταβλητή Τ, είναι πως και αυτή αποτελεί ένα ανεξάλειπτο Υπόλοιπο, έναΠραγματικό και ένα μέτρο της άγνοιας των οικονομολόγων, αφού ο άνθρωπος, ως κοινωνικό ον, δεν είναι απλώς μια οικονομική μεταβλητή στην συνάρτηση της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης-μπορεί να αρνηθεί την εργασία και τον εργοδότη, την κεφαλαιοκρατική συσσώρευση, μπορεί να αναστοχαστεί πάνω στην εμπορευματική μορφή που παίρνει η ζωή του, μπορεί να πράξει ενάντια στην καθολίκευση της εμπορευματικής μορφής.
Το δεύτερο σύμπτωμα, που ανακαλύπτει ο Marx αλλά το συγκαλύπτει, όπως υποστηρίζει ο Lacan, είναι, στο φόντο της υπεραξίας, η υπεραπόλαυση. Μπορούμε να το συνειδητοποιήσουμε, οδηγώντας τη μαρξική κριτική στην ίδια της την εξωτερική προϋπόθεση και αυτοκριτική, αν μετατοπίσουμε για λίγο την έμφαση από την παραγωγή στην κατανάλωση. Η υπεραξία ως παραγωγή πρόσθετης αξίας εκφράζει, από τη σκοπιά της κατανάλωσης, μια παραγωγή κατανάλωσης, μια επιθυμητική παραγωγή και μια ροή απόλαυσης πέρα από κάθε συγκεκριμένη έκφρασή της στο ένα ή το άλλο παραγόμενο εμπόρευμα-αυτή είναι η υπερ-απόλαυση. Σε ένα πιο θεμελιώδες επίπεδο, η αξία, πέρα από τη κοινωνικά αναγκαία αφηρημένη ανθρώπινη εργασία που παράγει εμπορεύματα, εκφράζει, από τη σκοπιά της κατανάλωσης, μιααξία χρήσης ως κοινωνικά αναγκαία αφηρημένη ανθρώπινη ωφελιμότητα-χρησιμότητα (ως άλλη όψη της κοινωνικά αναγκαίας αφηρημένης ανθρώπινης εργασίας), αφορά δηλαδή μια ολόκληρη κοινωνικήεπιθυμητική οικονομία και επενδύσεις της libido σε αντικείμενα-εμπορεύματα, που για να είναι εμπορεύματα, εκτός από το ότι πρέπει να παράγονται κοινωνικά με τη μεσολάβηση της αγοράς, πρέπει να είναι και αγαθά, δηλαδή επιθυμητά. , Όπως θα το διατύπωναν οι Deleuze-Guattari, στο όριο της πολιτικής οικονομίας βρίσκεται μια επιθυμητική οικονομία. Το στοιχειακό, «ορθολογικό-ωφελιστικό» υποκείμενο της καπιταλιστικής οικονομίας είναι «εξωγενώς», ιστορικά δοσμένο, οι «άγριοι» στις προκρατικές κοινωνίες, και οι «βάρβαροι» στις πρωτο-κρατικές κοινωνίας, που παρουσιάζουν οι Deleuze-Guattari στον ΑντιΟιδίποδα, έχουν άλλες επιθυμητικές συναρμογές, είναι υποκείμενα που δεν θα μπορούσαν να προσαρμοστούν στις επιταγές μιας οικονομίας της αγοράς-γιατί την «ωφέλεια» και τη «χρησιμότητα» δεν την αντιλαμβάνονται σαν αυστηρά ατομική, ορθολογική υπόθεση και εργαλειακό υπολογισμό ενός δρώντος μέσα σε μια αγορά. Πίσω από τη κριτική της πολιτικής οικονομίας του καπιταλισμού, λανθάνει μια κριτική της επιθυμητικής οικονομίας της «νεωτερικότητας», αλλά και της παγκόσμιας ιστορίας συνολικά.
Η κριτική της πολιτικής οικονομίας, λοιπόν, ανακαλύπτει τουλάχιστον τρία συμπτώματα, στο όριο του οικονομικού κώδικα, πάνω στη τομή του με το Πραγματικό: α) Τις εξω-οικονομικές, δηλαδή κοινωνικές, προϋποθέσεις της παραγωγικότητας-αποδοτικότητας κεφαλαίου και εργασίας-η «τεχνολογική πρόοδος» ως κοινωνικοπολιτικά καθορισμένη Γνώση β) τις εξω-οικονομικές, δηλαδή κοινωνικές, προϋποθέσεις της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης-η κοινωνικοπολιτικά καθορισμένη ανθρώπινη εργασιακή δύναμη γ) τις εξω-οικονομικές, δηλαδή κοινωνικές, προϋποθέσεις της κατανάλωσης-η κοινωνικοπολιτικά καθορισμένη επιθυμία. Επιπλέον, για τη μαρξική κριτική της πολιτικής οικονομίας, καθώς το κεφάλαιο δεν αποτελεί παρά «νεκρή εργασία», οι πλέον κρίσιμοι παράγοντες για το ρυθμό αύξησης του προϊόντος μακροπρόθεσμα είναι α) ο ρυθμός αύξησης της ποσότητας εργασίας(ώρες εργασίας-απασχόληση, και η εντατικοποίηση της εργασίας στη μονάδα του χρόνου), που συνιστά τη βασική όψη της απόσπασης, με όρους του Μάρξ, απόλυτης υπεραξίας, και β) ο ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας, που συνιστά την απόσπαση σχετικής υπεραξίας. Στο Κεφάλαιο και τηνΕργασία, δεν έχουμε «δύο παραγωγικούς συντελεστές», όπως το διατυπώνει η επίσημη αστική πολιτική οικονομία, αλλά την κοινωνικά αναγκαία, διαμεσολαβημένη από την καπιταλιστική αγορά, αφηρημένη ανθρώπινη εργασία και παραγωγό υπεραξίας, που παίρνει, ανάμεσα σε άλλες δυνατές μορφές, και τη μορφή του συσσωρευμένου κεφαλαίου που επενδύεται σε μέσα παραγωγής (σταθερό κεφάλαιο) και εργασιακή δύναμη (μεταβλητό κεφάλαιο). Όπως είδαμε, τη κρισιμότητα αυτών των παραμέτρων, τουρυθμού αύξησης της απασχόλησης-εισροής εργασίας και της παραγωγικότητας της εργασίας, αναγνωρίζουν και όλες οι επίσημες εκθέσεις στις οποίες αναφερθήκαμε, και άλλες, ενώ το ωρομίσθιο (τιμή εργασιακής δύναμης) είναι κρίσιμη μεταβλητή και επιδρά καθοριστικά στο ποσό του κεφαλαίου που δεν θα διανεμηθεί στους μισθωτούς εργαζόμενους, αλλά θα επανεπενδυθεί, αφορά δηλαδή στη «συνάρτηση παραγωγής» την εισροή-ποσότητα κεφαλαίου. Ωστόσο, το πρόβλημα της οικονομικής μεγέθυνσης, όπως πράγματι δείχνει η αστική πολιτική οικονομία, δεν μπορεί να αναχθεί στις 2 ή 3 πιο κρίσιμες παραμέτρους της «συνάρτησης παραγωγής», ακόμα και αν τη διαβάσουμε και της ασκήσουμε κριτική με μαρξιστικό τρόπο. Το σύνολο των μακροοικονομικών μεταβλητών της οικονομικής μεγέθυνσης, και πάνω από όλα η μεταβλητή της πολυπαραγοντικής παραγωγικότητας, καθορίζονται από κοινωνικοπολιτικές και ιστορικές συνθήκες και επηρεάζονται από τη παρέμβαση κρατικών και μη κρατικών δρώντων.
Ποια είναι η απάντηση του σύγχρονου καπιταλισμού, λοιπόν, στη κρίση παραγωγικότητας? Είναι η επιχειρηματικοποίηση της κοινωνίας συνολικά, ώστε να γίνει πιο παραγωγική. Και το γενικό στρατηγείο της απάντησης και επίθεσης του Κεφαλαίου δεν είναι παρά το Επιχειρηματικό Κράτος Άμυνας/Ασφάλειας». Τα τρία συμπτώματα της (αυτό)κριτικής της πολιτικής οικονομίας, στα οποία αναφερθήκαμε, μας βοηθούν να προσδιορίσουμε τρία βασικά πεδία στα οποία διεξάγεται η επίθεση του Κεφάλαιου απέναντι στους μη κεφαλαιοκρατικής όρους κοινωνικής (ανα)παραγωγής του. Επιθυμία, Εργασία, Γνώση: Ο MFP εκφράζει, ή προϋποθέτει, εκείνο που ο Μάρξ ονόμαζε «πραγματική υπαγωγή στο Κεφάλαιο», την εκμετάλλευση όλων των πλευρών της κοινωνικής ζωής από το μηχανισμό της συσσώρευσης κεφαλαίου και της οικονομικής μεγέθυνσης. Θα ήταν πιο συνεπές προς το έργο των Deleuze-Guattari να περιγράφαμε αυτό το Πραγματικό όχι απλά σαν «πολυπαραγοντική» διαδικασία, αλλά ως ν-διάστατη, πολυπαραμετρική διαδικασία παραγωγής υποκειμένων εγγεγραμμένη στο φετίχ τουΧρήματος-Κεφαλαίου, ένα καπιταλιστικό ρίζωμα, ως πολλαπλές, διαρκείς διαδικασίες εμπορευματοποίησης και επιχειρηματικοποίησης του βίου που εκτυλίσσονται σε μικρομοριακό, υποατομικό-ψυχικό και τοπικό επίπεδο, και σε μακρομοριακό, κρατικό και διακρατικό, πλανητικό επίπεδο. Το φετιχιστικό γίγνεσθαι-Κεφάλαιο της επιθυμίας, της εργασίας και της γνώσης, και ο κοινωνικός ανταγωνισμός ανάμεσα στις καπιταλιστικές, τις αντικαπιταλιστικές και τις άλλες ετερογενείς προς το Κεφάλαιο κοινωνικές δυνάμεις.
Γιατί λοιπόν δομική κρίση παραγωγικότητας;
Παραθέσαμε 16 περίπου μεταβλητές της οικονομικής μεγέθυνσης, πέρα από τη παραδοσιακή «συνάρτηση παραγωγής», που αφορούν μακροοικονομικές και κοινωνικοθεσμικές μεταβλητές της αύξησης παραγωγικότητας. Για να εξηγηθεί με συνεκτικό τρόπο η κάμψη της οικονομικής δυναμική, θα πρέπει να προσδιοριστεί εκείνος ο κρίσιμος, δομικός μετασχηματισμός που επηρεάζει το σύνολο μεταβλητών οικονομικής μεγέθυνσης. Αυτός ο δομικός μετασχηματισμός έχει βασικά δύο σκέλη:
1. Το πέρασμα από την κυριαρχία της εκβιομηχάνισης στην κυριαρχία της τριτογενοποίησης, από τη σκοπιά της τομεακής διάρθρωσης της παραγωγής του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος.
2. Το πέρασμα από την κυριαρχία της εθνοκρατικής ρύθμισης των μεταβλητών οικονομικής μεγέθυνσης σύμφωνα με την εθνικο-κρατικοποίηση των ροών κεφαλαίου, στην κυριαρχία της διακρατικής ρύθμισης των μεταβλητών αυτών σύμφωνα με την παγκοσμιοποίηση-ολοκλήρωση των κεφαλαιακών σχέσεων.
Το ζήτημα που στρατηγικά μας ενδιαφέρει είναι η επαλήθευση μιας υπόθεσης εργασίας, ότι η μετάβαση από την κυριαρχία του δευτερογενούς βιομηχανικό τομέα στον τριτογενή τομέα ''υπηρεσιών'' συνεπάγεται μια δομική τάση κάμψης των ρυθμών αύξησης παραγωγικότητας. Πράγμα που θα σήμαινε μια δομική κρίση του ιστορικού καπιταλιστικού συστήματος από το 1970 και μετά, χρονικό διάστημα στο οποίο αυξάνεται γοργά η τριτογενοποίηση. Θα αναφερθούμε στην εκβιομηχάνιση και τη τριτογενοποίηση, για να εξετάσουμε τελικά ποιες μεταβλητές της οικονομικής μεγέθυνσης επηρεάζει αυτός ο δομικός τομεακός και κλαδικός μετασχηματισμός της παραγωγής.
1α. Εκβιομηχάνιση
Οι περίφημοι ''3 Nόμοι'' του Ν. Kaldor για τη βιομηχανική παραγωγή, τους οποίους ο ίδιος συνήγαγε από την εξέταση βάσης δεδομένων 12 χωρών του ΟΟΣΑ για την περίοδο 1953-1954/1963-1964, είναι οι εξής (από wikipedia):
1. The growth of the GDP is positively related to the growth of the manufacturing sector. This is perhaps better stated in terms of GDP growth being faster the greater the excess of growth of industrial growth relative to GDP growth: that is when the share of industry in GDP is rising.
2. The productivity of the manufacturing sector is positively related the growth of the manufacturing sector (this is also known as Verdoorn's Law[3]). Here the argument is that there are increasing returns to scale in manufacturing. These may be static—where the larger the size of the sector the lower the average costs—or dynamic via the induced effect that output growth has on capital accumulation and technical progress. Learning by doing effects are also likely to be important.
3. The productivity of the non-manufacturing sector is positively related to the growth of the manufacturing sector. This last law is the least intuitive and is based on the argument that the non-industrial sector has diminishing returns to scale. As resources are moved out the average productivity of those that remain will rise.
Μια πρόσφατη εργασία του τμήματος βιομηχανικής έρευνας του ΟΗΕ, έχει σκοπό να επαληθεύσει εμπειρικά το πρώτο νόμο, δηλαδή την ισχυρή θετική συσχέτιση της μεγέθυνσης του βιομηχανικού τομέα παραγωγής με τη μεγέθυνση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προιόντος (ΑΕΠ). Για το σκοπό αυτό, αξιοποιείται βάση δεδομένων από ένα δείγμα 80 χωρών για την περίοδο 1980-2010
Η εργασία αυτή δεν είναι η πρώτη αυτού του είδους. Πέρα από την εμπειρική μελέτη του Kaldor, ακολούθησαν αρκετές με σκοπό να εξακριβωθεί αν οι τρεις νόμοι του αποτελούν κεκτημένο της επιστημονικής μας γνώσης. Όπως αναφέρει η μελέτη του OHE:
Using a sample of 92 countries in the period 1960 – 2010, Lavopa and Szirmai’s study (2012) supports the engine of growth hypothesis for manufacturing. Pacheco and Thirlwall (2013) used a sample of 89 countries in the period 1990 – 2011 and found that trade is the most important transmission channel from manufacturing growth to economic growth. Acevedo et al. (2009) tested the first Kaldor Law for 18 Latin American countries. Their results support the first Kaldor Law, but do not confirm that manufacturing is the most important engine of growth when compared with services. Similar results were found for 7 Latin American countries in Labanio and Moro (2013). Felipe et al. (2007), albeit confirming Kaldor’s Law, concluded that agriculture and services had a higher elasticity than manufacturing in South East Asian countries. Conversely, Wells and Thirlwall (2003) determined that manufacturing is more relevant than agriculture and services in African countries.
Moλονότι οι περισσότερες εργασίας αυτού του είδους (και άλλες που δεν αναφέρονται και εξειδικεύονται στη μελέτη συγκεκριμένων χωρών και της οικονομικής ανάπτυξης των επαρχιών τους, πχ της Κίνας), επιβεβαιώνουν τη λογική που εκφράζουν οι Nόμοι του Kaldor, παρατηρούμε τα εξής:
α) Ο πρώτος Νόμος του Kaldor επιβεβαιώνεται εμπειρικά συχνότερα από τους άλλους δύο.
β) Δεν είναι κάθε βιομηχανική ανάπτυξη το ίδιο επιτυχημένη ως προς την αύξηση του ΑΕΠ.
γ) Από κάποιες μεριές και εργασίες αμφισβητείται η υπεροχή του βιομηχανικού τομέα έναντι του τομέα των ''υπηρεσιών''(προσπερνάμε εδώ το ζήτημα, σε τί συνίστανται τελικά αυτές οι ''υπηρεσίες'', ζήτημα που έχει απασχολήσει εκτενώς τη σχετική βιβλιογραφία) ως προς τη συμβολή στη μεγέθυνση του ΑΕΠ, ενώ γενικά δεν αμφισβητείται η υπεροχή του βιομηχανικού τομέα, με βάση το ίδιο κριτήριο, έναντι του τομέα της αγροτικής παραγωγής.
To ζήτημα της σύγκρισης του βιομηχανικού τομέα με τον τομέα των υπηρεσιών είναι εξαιρετικά σημαντικό για την κατανόηση του σύγχρονου κόσμου. Τη δεκαετία του 1970 ο ιστορικός καπιταλισμός της Δύσης διήλθε μέσα από μια τεράστια μεταμόρφωση: συντελέστηκε μια δομική αλλαγή από το δευτερογενή-μεταποιητικό βιομηχανικό, στον τριτογενή τομέα των υπηρεσιών. Στη βιβλιογραφία η μετάβαση από τον ένα τομέα παραγωγής στον άλλο κωδικοποιείται ως structural change. Αν ο βιομηχανικός τομέας συμβάλλει στην οικονομική μεγέθυνση περισσότερο από τον τομέα των υπηρεσιών, τότε η δομική αυτή αλλαγή από τον ένα τομέα στον άλλο σήμαινε μια απώλεια οικονομικής δυναμικής. Από την άλλη μεριά, η εκβιομηχάνιση πολλών ''αναπτυσσόμενων χωρών'' σήμαινε ένα προβάδισμα στην οικονομική δυναμική, σε σχέση με τις αναπτυγμένες ''δυτικές'' καπιταλιστικές χώρες.
Υπάρχουν όμως, τουλάχιστον, δύο προβλήματα. Το πρώτο είναι η πολυεθνικοποίηση της παραγωγής,και το γεγονός ότι αυτή η βιομηχανική μεγέθυνση των αναπτυσσόμενων χωρών οφείλεται συχνά σε δυτικές επιχειρήσεις. Το δεύτερο, και πιο σημαντικό, είναι ότι ο δευτερογενής και ο τριτογενής τομέας έχουν εσωτερικές υποδιαιρέσεις, υποκλάδους με διαφορετικούς ρυθμούς αύξησης της παραγωγικότητας. Άρα δεν είναι κάθε βιομηχανική μεγέθυνση συναρτημένη με τη μεγέθυνση του ΑΕΠ, ούτε κάθε μεγέθυνση του τομέα των υπηρεσιών ''αντιπαραγωγική''. Το αν η μετάβαση από την κυριαρχία του δευτερογενούς στην κυριαρχία του τριτογενούς τομέα παραγωγής σημαίνει απώλεια οικονομικής δυναμικής, εξαρτάται από τη μελέτη του παραπάνω ζητήματος. Αφήνοντας στην άκρη το ζήτημα του τομέα των υπηρεσιών, ας στραφούμε λοιπόν στο ζήτημα της εσωτερικής διαφοροποίησης των βιομηχανικών κλάδων.
Αυτό που πρέπει να διευκρινιστεί μεθοδολογικά είναι, ποιοί είναι εκείνοι οι ειδικά σημαντικοί παράγοντες που καθιστούν τη βιομηχανική μεγέθυνση καθοριστική για την μεγέθυνση του ΑΕΠ. Με βάση αυτούς τους παράγοντες, μπορούμε να απαντήσουμε στο ερώτημα α) γιατί ισχύει ο πρώτος Νόμος του Kaldor β) υπό ποιούς όρους ισχύει, στο βαθμό που δεν είναι κάθε βιομηχανική μεγέθυνση θετικά συσχετισμένη με την μεγέθυνση του ΑΕΠ γ) γιατί ο βιομηχανικός τομέας, υπό τους όρους του σημείου β', έχει ειδικό βάρος στη μεγέθυνση του ΑΕΠ έναντι τόσο του αγροτικού τομέα όσο και του τομέα των υπηρεσιών.
Η μελέτη του ΟΗΕ απαντάει στο παραπάνω ερώτημα (που διακλαδίζεται, όπως βλέπουμε, σε 3 υποερωτήματα), εισάγοντας τη διάκριση ανάμεσα στην εντατική και την εκτατική εκβιομηχάνιση.
To the best of our knowledge, no studies have been carried out to date that focus on the significance of single drivers of manufacturing value added growth for economic growth. To fill this gap, we apply adecomposition analysis to calculate the contribution of different drivers to manufacturing value added growth. We decompose manufacturing value added growth into three components based on variations in a) the manufacturing sector’s productivity, b) the share of employment in or from the manufacturing sector and c) increases in total employment. In this paper, we associate the first two components with “intensive industrialization” as they represent components that strengthen the manufacturing sector. The third component, in contrast, is associated with “extensive industrialization” as it represents the variation of value added based on total employment, which does not specifically refer to the manufacturing sector and does not foster a leading role for the manufacturing sector in the economy. This distinction enables us to identify different “fuels” in the process of industrialization and extend empirical testing of the first Kaldor Law to capture a wide range of different “types” of industrialization.
Επομένως, διακρίνονται 2 είδη της εκβιομηχάνισης, που περιλαμβάνουν 3 συστατικά στοιχεία:
1. Εντατική εκβιομηχάνιση, που περιλαμβάνει την αξία που προσθέτει η βιομηχανία στο ΑΕΠ σύμφωνα με: α) την παραγωγικότητα του βιομηχανικού τομέα β) το μερίδιο της απασχόλησης εργατικού δυναμικού στον βιομηχανικό τομέα.
2. Εκτατική εκβιομηχάνιση, που περιλαμβάνει την αξία που προσθέτει η βιομηχανία στο ΑΕΠ σύμφωνα με: γ) τις αυξήσεις στη συνολική απασχόληση (πράγμα που σημαίνει ότι ο γ' παράγοντας δεν αναφέρεται ειδικά στο βιομηχανικό τομέα και δεν συμβάλλει στην εδραίωση ενός ηγετικού ρόλου του βιομηχανικού τομέα στην οικονομία).
Έτσι, ο πρώτος νόμος του Kaldor, κατά τη πρόταση των συγγραφέων της μελέτης, πρέπει να ελεγχθεί ως αναφερόμενος στην εντατική εκβιομηχάνιση. Η διάκριση αυτή μιας ποικιλίας ειδών εκβιομηχάνισης, επιτρέπει την εξήγηση μερικών εμπειρικών αντι-παραδειγμάτων, που δείχνουν να κλονίζουν το Νόμο. Αυτό που τελικά αποδεικνύεται, σύμφωνα με τους συντάκτες της μελέτης του ΟΗΕ, είναι πως μόνο σε μια περίπτωση η βιομηχανική μεγέθυνση δεν συμβάλλει σημαντικά στην μεγέθυνση του ΑΕΠ (σε σχέση με τους άλλους τομείς παραγωγής)-μόνο όταν η εκβιομηχάνιση είναι ''εκτατική'', δηλαδή όταν η πρόσθετη αξία από τη βιομηχανία στο ΑΕΠ οφείλεται σε μια αύξηση της συνολικής απασχόλησης στην οικονομία (δηλαδή σε όλους τους τομείς), και όχι σε μια αύξηση του ειδικού βάρους της βιομηχανίας στην οικονομία. Αν λοιπόν παρατηρείται μια εκτατική βιομηχάνιση που δεν αυξάνει το ΑΕΠ ή δεν το αυξάνει περισσότερο από ό,τι οι άλλοι τομείς της οικονομίας, αυτό οφείλεται στο ότι, για να το πούμε σχηματικά, δεν ακολουθήθηκε η υπόδειξη του Kaldor να δοθεί ειδικό βάρος στη βιομηχανική μεγέθυνση έναντι των άλλων τομέων της οικονομίας (δεν έγινε δηλαδή εντατική εκβιομηχάνιση). Αν θεωρήσουμε ότι ο Νόμος αναφέρεται στην εντατική εκβιομηχάνιση, η αποτυχία της εκτατικής εκβιομηχάνισης βρίσκεται σε συμφωνία με το Νόμο, αντί να τον ακυρώνει.
Στη συνέχεια, η έρευνα του ΟΗΕ διευκρινίζει τα ειδικά χαρακτηριστικά του βιομηχανικού-μεταποιητικού τομέα που του δίνουν το ειδικό βάρος του στους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης:
Which is the best fuel for the engine of growth? The literature still does not provide unambiguous answers on how to best enhance growth by promoting the manufacturing sector. The manufacturing sector can have a positive impact on the general economy through different channels:
1) Compared with other sectors, manufacturing provides greater opportunities to accumulate capital, exploit static and dynamic economies of scale, acquire new technologies and foster embodied and disembodied technological change (Szirmai et al., 2013, Weiss, 2005).
2) Manufacturing activities increase knowledge and productivity through “training on the job” mechanisms (Araujo et al., 2009).
3) Structural change towards medium-/high-tech manufacturing sectors helps diffuse knowledge and the promotion of technological change (Industrial Development Report, 2013).
1β. Τριτογενοποίηση
Η διαδικασία τριτογενοποίησης της παραγωγής, το πέρασμα δηλαδή από τη κυριαρχία του βιομηχανικού-μεταποιητικού τομέα στην κυριαρχία του τριτογενούς τομέα παραγωγής, είναι μια αναμφισβήτητη, με βάση τα παγκόσμια ιστορικά δεδομένα, τάση, που αφορά τον ανεπτυγμένο, «δυτικό» καπιταλιστικό κόσμο, αλλά και το μέλλον των «αναπτυσσόμενων» καπιταλιστικών κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών. Μια πληθώρα εργασιών αφενός καταγράφουν την ραγδαία αυξανόμενη τριτογενοποίηση στο κέντρο και την ημιπεριφέρεια του κεφαλαιοκρατικού συστήματος τα τελευταία 40 χρόνια, αφετέρουπροσπαθούν να βγάλουν συμπεράσματα για την παραγωγική δυναμική του τριτογενούς σε σύγκριση με τον δευτερογενή τομέα, σε σχέση και με τις υποδιαιρέσεις του «τριτογενούς» τομέα στο εσωτερικό του. Η τριτογενοποίηση όμως αφορά και τους κοινωνικοοικονομικούς σχηματισμούς που βρίσκονται σε διαδικασία εκβιομηχάνισης, ως ο «πήχης» τον οποίο πρέπει να φτάσουν το γρηγορότερο δυνατό. Σύμφωνα με τις εργασίες πάνω στην παραγωγικότητα των κλάδων του τριτογενούς τομέα παραγωγής (βλ. παρ.19), οι πλέον παραγωγικοί κλάδοι του τομέα των «υπηρεσιών» είναι η πληροφορική, οι τηλεπικοινωνίες, οι υπηρεσίες διανομής, γενικά κλάδοι υψηλής εντάσεως κεφαλαίου, ενώ αντίθετα οι τραπεζικές και χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, και κλάδοι υψηλής εντάσεως εργασίας όπως είναι η ψυχαγωγία, ο επισιτισμός, η υγεία και η παιδεία, είναι λιγότερο παραγωγικοί και με ισχνή διάχυση γνώσης και τεχνολογίας στους υπόλοιπους κλάδους παραγωγής. Για αυτό η αστική σκέψη τείνει όλο και περισσότερο να συνιστά στη «Δύση» την καπιταλιστική-παραγωγική αναδιάρθρωση με μετακίνηση πόρων από τους λιγότερου στους περισσότερο παραγωγικούς κλάδους του τριτογενούς τομέα, γεγονός που γίνεται φανερό στις εκθέσεις του ΔΝΤ και του ΟΟΣΑ στις οποίες αναφερθήκαμε.
Μπορούμε, όμως, εύλογα να υποθέσουμε, με βάση τις σχετικές εργασίες και παρατηρώντας τις εξελίξεις στις ανεπτυγμένες κυρίως καπιταλιστικές οικονομίες τα τελευταία 40 χρόνια, ότι ο βιομηχανικός-μεταποιητικός τομέας παραγωγής βρίσκεται σε ισχυρότερη θετική συσχέτιση με τον ρυθμό αύξησης της συνολικής παραγωγικότητας (παράγοντας T ή MFP), δηλαδή με την τεχνολογική καινοτομία, τη διάχυση της γνώσης και την εφαρμοσμένη συμβολή της στην παραγωγική διαδικασία, σε σύγκριση με τον τριτογενή τομέα. Επομένως, το πέρασμα από το «στάδιο» της εκβιομηχάνισης στο «στάδιο» της τριτογενοποίησης, η αλλαγή δηλαδή της τομεακής-κλαδικής δομής της οικονομικής μεγέθυνσης, φαίνεται κατά κανόνα να συνεπάγεται μια πτωτική τάση του ρυθμού αύξησης συνολικής παραγωγικότητας. Το κοινό όλων των κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών, τους οποίους μελετά οBrenner αλλά και αστικοί φορείς παρατηρώντας μια «μεγα-τάση», όπως την χαρακτηρίζει το ΔΝΤ, κάμψης του ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας, που συνδυάζεται πλέον με μια δομική τάση κάμψης του ρυθμού αύξησης της απασχόλησης εργατικού δυναμικού, είναι η τριτογενοποίηση που συνεπάγεται την (οριστική) απώλεια των πλεονεκτημάτων μιας οικονομικής μεγέθυνσης με κινητήρα το τομέα της βιομηχανίας-μεταποίησης.
2α. Απάντηση στη κρίση παραγωγικότητας
Η κάμψη της οικονομικής δυναμικής κατά τη μετάβαση από την εκβιομηχάνιση στη τριτογενοποίηση, λόγω των δομικών περιορισμών που αυτή επιφέρει στον ρυθμό αύξησης της απασχόλησης εργασίας και της παραγωγικότητας, μπορεί να απαντηθεί από το Κράτος με τη χρήση μακροοικονομικών εργαλείων, που αποτελούν και αυτά μεταβλητές στη διαδικασία της οικονομικής μεγέθυνσης-πρόκειται για την ομάδα μεταβλητών που αποκαλέσαμε προηγουμένως «ομάδα μεταβλητών 1». Συγκρατώντας τις μεταβλητές που μας ενδιαφέρουν περισσότερο εδώ: ο λόγος των αποταμιεύσεων/επενδύσεων προς το προϊόν, οιδημοσιονομικές και νομισματικές μεταβλητές, οι μεταβλητές του εξωτερικού εμπορίου, ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού, ο λόγος της δημόσιας κατανάλωσης προς το ΑΕΠ, η πολιτική αστάθεια, η τομεακή διάρθρωση της παραγωγής. Θα μπορούσαμε να ταξινομήσουμε τις παραπάνω μεταβλητές, από τη σκοπιά της κρατικής πολιτικής, σε εργαλεία άσκησης:
1. Δημοσιονομικής πολιτικής
2. Νομισματικής πολιτικής
3. Εμπορικής πολιτικής
4. Εισοδηματικής πολιτικής
5. Δημογραφικής πολιτικής
6. Διαρθρωτικής πολιτικής
7. Πολιτικής Άμυνας/Ασφάλειας
Στο βαθμό που το αστικό Κράτος περιορίζεται να χρησιμοποιήσει τα παραπάνω εργαλεία άσκησης πολιτικής («ομάδα μεταβλητών 1»), προς όφελος της οικονομικής μεγέθυνσης, θα πρέπει να επικεντρωθεί στην ομάδα μεταβλητών 2, που αφορά τις παραμέτρους που σχετίζονται πιο άμεσα με την αύξηση της παραγωγικότητας και την τεχνολογία: τεχνολογική καινοτομία, εφευρέσεις και ευρεσιτεχνίες. μίμηση-εισαγωγή τεχνολογίας και γνώσης από το εξωτερικό (διαδικασία πολιτιστικής διάχυσης, culturaldiffusion process, βλ. το «άνοιγμα των αγορών» ), επένδυση σε «ανθρώπινο κεφάλαιο» (εκπαίδευση, υγεία, δεξιότητες και ιδιότητες εργατικού δυναμικού-ευέλικτο, πειθαρχημένο, διαρκώς αξιολογούμενο και επανακαταρτιζόμενο), επενδύσεις υποδομής, επενδύσεις σε «Έρευνα και Ανάπτυξη» (R+D), δηλαδή για τεχνολογική έρευνα και ανάπτυξη νέων τεχνικών παραγωγής και καινούργιων προϊόντων, κίνητρα (φορολογικά, επιχορηγήσεις κ.α) σε νέους επενδυτές και καινοτόμες επιχειρήσεις, επενδύσεις και μετατόπιση πόρων στους πιο παραγωγικούς κλάδους, που βασίζονται περισσότερο στη τεχνολογία και τη γνώση, η «ηλικιακή δομή» του πληθυσμού, του εργατικού δυναμικού και των κεφαλαίων (οι νέες επενδύσεις αποτελούν όχημα ενσωμάτωσης νέας γνώσης και τεχνολογίας στην παραγωγή). Ανάμεσα στις δύο ομάδες μεταβλητών που συμβατικά διακρίναμε υπάρχουν επικαλύψεις: για παράδειγμα, ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού αφορά τη δημογραφική πολιτική, όμως η ηλιακή δομή του πληθυσμού από τη σκοπιά της σχέσης του εργατικού δυναμικού με το συνολικό πληθυσμό και της σχέσης του γηραιότερου με το νεότερο εργατικό δυναμικό (με τα διάφορα επίπεδα μόρφωσης), αφορά τις πολιτικές που σχετίζονται με την τεχνολογική ανάπτυξη και τη γνώση-εν προκειμένω, έχουμε την ποσοτική πλευρά (αύξηση του πληθυσμού) και τη ποιοτική πλευρά της «γνωσιακής» και «παραγωγικής-μη παραγωγικής» σύνθεσής του. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, όμως είναι η διαρθρωτική πολιτική, η οποία χαράσσει τις κατευθύνσεις της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης της παραγωγής και μετατοπίζει το κέντρο βάρους σε προηγμένους τεχνολογικά και ανταγωνιστικούς διεθνώς κλάδους παραγωγής.
2β. Ολοκληρώσεις και Επιχειρηματικό Κράτος
Οι επιπτώσεις του διεθνούς εμπορίου είναι ευθέως ανάλογες του «βαθμού παγκοσμιοποίησης», ή αλλιώς, της «διεθνούς ολοκλήρωσης» των καπιταλιστικών αγορών. Κατά μήκος μιας κεφαλαιοκρατικής ολοκλήρωσης, σταδιακά ατονούν τα εργαλεία άσκησης εμπορικής, νομισματικής, εισοδηματικής, δημοσιονομικής και διαρθρωτικής πολιτικής, δηλαδή εργαλεία της οικονομικής μεγέθυνσης που επηρεάζουν τις μεταβλητές της ομάδας 1. Ο Θοδωρής Μαριόλης περιοδολογεί τα στάδια μιας κεφαλαιοκρατικής ολοκλήρωσης ως εξής:
1. Ελεύθερο Εμπόριο μεταξύ Χωρών (Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών)
2. Κοινή Εμπορική Πολιτική (Τελωνιακή Ένωση)
3. Ελεύθερη μετακίνηση χρηματικών κεφαλαίων και εργατικού δυναμικού (Κοινή Αγορά)
4. Kοινό Νόμισμα (Οικονομική Νομισματική Ένωση)
5 Ενιαία Οικονομική Πολιτική (Πολιτική Ολοκλήρωση).
Κατά μήκος της διαδικασίας της ολοκλήρωσης, εξασθενούν για το καπιταλιστικό κράτος τα εργαλεία άσκησης πολιτικής της ομάδας 1, διατηρώντας ένα σκληρό πυρήνα (βλ. Άμυνα/Ασφάλεια) και η κρατική πολιτική μετατοπίζεται στις μεταβλητές της ομάδας 2.. Όσο περιορίζονται τα εργαλεία άσκησης πολικής της ομάδας 1, τόσο περισσότερο καθοριστικές αποβαίνουν οι μεταβλητές της ομάδας 2.
Οι διάφορες ολοκληρώσεις του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ), η Ευρωπαική Ένωση (Ε.Ε), η NAFTA, o ΑPEC, οι αναδυόμενες ολοκληρώσεις της διατλαντικής συμφωνίας για το εμπόριο και τις επενδύσεις (TTIP), και της εμπορικής συμφωνίας των χωρών του Ειρηνικού (TPP), σε διαφορετικούς βαθμούς επιφέρουν τον περιορισμό της δυνατότητας των αστικών κρατών να ρυθμίζουν «αυτόνομα» τις εμπορικές, νομισματικές (και συναλλαγματικές), δημοσιονομικές (δημοσιονομικό ισοζύγιο, εξωτερικός δανεισμός, φορολογική πολιτική), εισοδηματικές (κόστος ανά μονάδα εργασίας στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα) και διαρθρωτικές μεταβλητές της οικονομικής μεγέθυνσης, τις μεταβλητές δηλαδή της ομάδας 1 (ακόμα και η Άμυνα/Ασφάλεια γίνεται όλο και περισσότερο διακρατική υπόθεση). Η διακρατική ρύθμιση και η οικονομική και πολιτική ολοκλήρωση γίνονται η κυρίαρχη τάση. Φυσικά τα καπιταλιστικά κράτη του «κέντρου» έχουν μεγαλύτερες δυνατότητες παρέμβασης σε σχέση με τα κράτη της «ημιπεριφέρειας» και της «περιφέρειας». Ωστόσο και οι ισχυρότερες πολιτικές οντότητες αδυνατούν να παρέμβουν καθοριστικά με τρόπο που να μπορεί να μεταβάλλει ουσιαστικά την πορεία των παγκόσμιων οικονομικών πραγμάτων. Οι ΗΠΑ και η Ε.Ε, ειδικότερα η Γερμανία, παρά τη θέση ισχύος τους, αδυνατούν να σχεδιάσουν μια εθνοκρατική πολιτική «παλαιού τύπου» (οι ΗΠΑ παραμένουν εγκλωβισμένες από το ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο και τα χρέη, ενώ η Γερμανία πρέπει να μην ξεπερνά τα όρια της ευρωπαικής ολοκλήρωσης), να φρενάρουν την ανάδυση της Κίνας σε παγκόσμια υπερδύναμη μέσω του ελεγχόμενου «ανοίγματος» των αγορών, την διακρατική ολοκλήρωση των BRICKS, τη δημιουργία τηςΑσιατικής Επενδυτικής Τράπεζας (Asian Infrastucture Investment Bank-AIIB) στην οποία έσπευσε να συμμετάσχει μέχρι και το Ηνωμένο Βασίλειο. Ενώ και η Κίνα, η Ρωσία, η Ινδία δεν μπορούν παρά να ακολουθήσουν το δρόμο της οικονομικής-διεθνικής ολοκλήρωσης των αγορών τους, όπως κάνουν τις τελευταίες δεκαετίες ακολουθώντας την πολιτική του ΠΟΕ. Η παγκοσμιοποίηση και ο «κοσμοπολιτισμός» του κεφαλαίου, όμως, προσκρούει στα όρια της εθνοκρατικής συγκρότησηςκαι των εθνικών πολιτισμών-η αξιωματική των ροών του κεφαλαίου προσκρούει στους παραδοσιακούς κώδικες. Αλλά και η ίδια η σχέση-κεφάλαιο προσκρούει στα όρια του ανθρώπινου, για το οποίο, σε αντίθεση με την ελεύθερη κίνηση των εμπορευμάτων και των κεφαλαίων, ορθώνονται παντού τείχη, τείχη που μπλοκάρουν τις μεταναστευτικές ροές αλλά και τείχη εθνικισμού που μπλοκάρουν την παγκόσμια συναδέλφωση των υποτελών ενάντια στα καπιταλιστικά κράτη και τους καπιταλιστές.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η επιχειρηματικοποίηση της κοινωνίας με τη πραγματική υπαγωγή όλων των κοινωνικών σχέσεων στο Κεφάλαιο, όπως είδαμε, προσπαθεί να απαντήσει στη κρίση παραγωγικότητας σε συνθήκες απομείωσης του ελέγχου μεταβλητών της ομάδας 1 (έλεγχο που προϋπέθετε η «κευνσιανή ρύθμιση»), με μια στροφή στον έλεγχο και την εντατικοποίηση των μεταβλητών της ομάδας 2. ΤοΕπιχειρηματικό Κράτος Άμυνας/Ασφάλειας, αποτελεί την απάντηση στη κρίση του Τ ή MFP ή της συνολικής παραγωγικότητας. Το Ε.Κ.Α αναδύεται όταν η αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας, που οφείλεται στην τεχνολογία και τη γνώση, αρχίζει να διαδραματίζει σπουδαιότερο ρόλο για την οικονομική μεγέθυνση σε σχέση με την ποσότητα των παραγωγικών εισροών-όσο περισσότερο αναπτύσσεται ένας κεφαλαιοκρατικός σχηματισμός, τόσο περισσότερο συμβαίνει αυτή η μετατόπιση της δεσπόζουσας της οικονομικής μεγέθυνσης, από τις ποσότητες κεφαλαίου-εργασίας στην παραγωγικότητα, με την μετάβαση και από παραγωγικές δραστηριότητες εντάσεως εργασίας σε παραγωγικές δραστηριότητες εντάσεως κεφαλαίου. Επομένως, κατά τη μετάβαση από την κατάσταση της «αναπτυσσόμενης» στην κατάσταση της «ανεπτυγμένης» καπιταλιστικής χώρας, στο βαθμό που η αύξηση της παραγωγικότητας παίζει όλο και πιο κρίσιμο ρόλο, και στο βαθμό που διανύεται η απόσταση από το κεκτημένο «τεχνολογικό φράγμα» γνώσης και εφαρμογών, η οικονομική μεγέθυνση εξαρτάται όλο και περισσότερο από τις μεταβλητές της ομάδας 2, αλλά και ειδικότερα από την τεχνολογική καινοτομία έναντι της εισαγωγής τεχνολογιών και της «μίμησης». Επιπλέον, κατά την ίδια μετάβαση, οι επενδύσεις στην υγεία γίνονται λιγότερο σημαντικές από τις επενδύσεις στην εκπαίδευση, αφού αυξάνεται το προσδόκιμο όριο ζωής, μειώνεται η αναλογία του εργατικού δυναμικού σε σχέση με το συνολικό πληθυσμό, και εξειδικεύεται τεχνικά και γνωστικά η εργασιακή δύναμη-ενώ όσο λιγότερο ανεπτυγμένο είναι ένα κεφαλαιοκρατικό σύστημα, τόσο περισσότερο βαραίνει για την αύξηση της παραγωγικότητας και συνολικά την οικονομική μεγέθυνση το σύστημα υγείας σε σχέση με το σύστημα εκπαίδευσης, αφού στις «αναπτυσσόμενες» χώρες υπάρχει μεγάλη θνησιμότητα και μικρή ανάγκη για εξειδικευμένη εργασία, αφού ο βασικός παράγοντας μεγέθυνσης είναι η δημογραφικά ορισμένες ποσότητες εργασίας (και οι επενδύσεις). Τέλος, η ανάδυση του ΕΚΑ συνοδεύεται και από την αλλαγή της φύσης των απαιτούμενων υποδομών-όσο αναπτύσσεται ένας κεφαλαιοκρατικός σχηματισμός, οι επενδύσεις στα αρδευτικά έργα, την παροχή ύδατος, το σύστημα αποχέτευσης και τους σιδηρόδρομους βαραίνουν στις δαπάνες υποδομών όλο και λιγότερο, ενώ οι επενδύσεις στην ηλεκτρική ενέργεια, το οδικό δίκτυο, τις τηλεπικοινωνίες, βαραίνουν όλο και περισσότερο. Όλες οι παραπάνω αλλαγές οφείλονται στην αλλαγή του τρόπου ανάπτυξης και μεγέθυνσης του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής.
Ο «ολοκληρωτικός καπιταλισμός» είναι ο καπιταλισμός που αναδύεται με υλική βάση το τρίτο κύμα εκβιομηχάνισης και τη τριτογενοποίηση της παραγωγής (παραγωγικές δυνάμεις), μετάβαση που προσδιορίζεται χρονικά ως απάντηση στα όρια της κερδοφορίας που έθεσε η διεθνής ταξική πάλη και ο κοινωνικός ανταγωνισμός (παραγωγικές σχέσεις). Η απάντηση το κεφαλαιοκρατικού συστήματος ήταν η επιτάχυνση της φυσικής ροπής εκτόπισης της ζωντανής από τη νεκρή εργασία, με την αυτοματοποίηση μεγάλων κομματιών της παραγωγής, αποδομώντας στον ανεπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο την υλική βάση της παραδοσιακής οργάνωσης της εργατικής τάξης, τη σωματειακή της συγκρότηση και της πολιτικές της διαμεσολαβήσεις, ελαστικοποιώντας το εργασιακό υποκείμενο και τη σχέση της απασχόλησης με την ανεργία (παραγωγικές δυνάμεις και παραγωγικές σχέσεις). Θύλακες όλων αυτών των εξελίξεων είναι οι καπιταλιστικές ολοκληρώσεις, ως ζώνες «υπερπαγκοσμιοποίησης» και εντατικοποίησης όλων των ειδικών χαρακτηριστικών του σύγχρονου σταδίου ανάπτυξης του καπιταλισμού. Ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός είναι το «ύψιστο σημείο ακμής, δηλαδή η αρχή της παρακμής»: το σημείο στο οποίο η πραγματική υπαγωγή της εργασίας και των κοινωνικών σχέσεων στο Κεφάλαιο, μία ιστορική κορύφωση της νίκης του Κεφαλαίου επί της κοινωνικής ζωής (που διατυπώθηκε με το περίφημο There isno Alternative), συμπίπτει, αντιφατικά, με τη προσέγγιση των καπιταλιστικών ορίων-σύμπτωμα αυτής της αντιφατικής κατάστασης, είναι η δομική κρίση παραγωγικότητας του καπιταλισμού, τη στιγμή που αυτός ακριβώς εμφανίζεται, για πρώτη φορά στην ιστορία, να μην έχει πουθενά στον πλανήτη αντίπαλο τρόπο παραγωγής. Για να υπερβεί αυτή τη μακροχρόνια στασιμότητα, το Κεφάλαιο πρέπει να καταπιεί ολόκληρη την κοινωνία. Το ΕΚΑ είναι το στρατηγείο της επιχειρηματικοποίησης των κοινωνικών σχέσεων ώστε να υπηρετούν τη συσσώρευση του κεφαλαίου. Για το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα, πρέπει τα σώματα, τα μυαλά, τα αισθήματα, οι διαπροσωπικές σχέσεις, να γίνουν απλά γρανάζια στις μηχανές της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης. Η βαθιά, δομική οικονομική κρίση οδηγεί στην υπέρβαση της πολιτικής διαπραγμάτευσης του Κεφαλαίου με την Εργασία και την υπόλοιπη κοινωνία (τον πολιτισμό της, τις συνήθειές της, τους ανθρώπους της), και τη μετατροπή της πολιτικής σε πόλεμο-ο κοινωνικός ανταγωνισμός παίρνει τη μορφή του πολεμικού ανταγωνισμού, και οι πραγματικοί επιτιθέμενοι δεν είναι τόσο τα δυτικά κράτη εναντίον του αναδυόμενου, νέου ηγεμονικού μπλοκ, αλλά οι κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής ενάντια στη κοινωνικοποίηση της ανθρωπότητας. Οι μεταναστευτικές «ροές»,των οποίων ο διακρατικός-καπιταλιστικός έλεγχος δένει αξεδιάλυτα το ταξικό με το πανανθρώπινο-οικουμενικό, μας δίνουν τη πραγματική εικόνα της κατάστασης στην οποία βρισκόμαστε, αλλά μας επιτρέπουν να φανταστούμε και τις εικόνες ενός δυνατού μέλλοντος, χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
Αξίζει, στο σημείο αυτό, να μνημονεύσει κανείς και τη συμβολή του Karl Polanyi, με τον Μεγάλο Μετασχηματισμόκαι το έργο του πάνω στην οικονομική ανθρωπολογία, στην απομυστικοποίηση των λεγόμενων «παραγωγικών συντελεστών»-γη, εργασία, χρήμα. Ο Polanyi εισάγει τον όρο «πλασματικά εμπορεύματα», για να περιγράψει τον «επίπλαστο», ή ορθότερα κοινωνικο-ιστορικά συγκροτημένο, συμβολικό χαρακτήρα των τριών αυτών «μεγεθών», που στη πραγματικότητα εκφράζουν φυσικοιστορικές σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους και με το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζουν, και όχι «εμπορεύματα», αφού δεν παράγονται σαν συνηθισμένα εμπορεύματα-η γη ως φυσικά δοσμένη, η εργασιακή δύναμη είναι μέρος ενός έμβιου και έλλογου οργανισμού, το χρήμα είναι κοινωνικός θεσμός.
Πρόκειται ουσιαστικά για αυτό που ο Marx περιγράφει ως «εκτόπιση της ζωντανής από τη νεκρή εργασία», με την υποκατάσταση της ζωντανής εργασίας από μηχανές. Ωστόσο η ποσότητα της απασχολούμενης εργασίας, σύμφωνα με το ΔΝΤ δεν ήταν τόσο σημαντικός παράγοντας για την υπάρχουσα οικονομική στασιμότητα, όσο η πτωτική τάση του ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας και η εσωτερική διάρθρωση του τριτογενούς τομέα παραγωγής από τη σκοπιά της παραγωγικότητας Βλ. ΔΝΤ, ό.π, σελ 7:
Labor supply played a secondary role. Narratives of long-run growth decline in advanced economies often focus on labor supply issues—moribund fertility rates, aging populations, and a declining employment ratio (falling labor force participation—reported below as labor utilization—and rising unemployment). These, however, did not significantly slow the long-run growth trend.
TFP growth stagnated or declined in most of the developed world. TFP growth fell dramatically throughout the crisis but was stagnant even at the pre-crisis peak across all economies (Figure 4).7 TFP growth fell most dramatically in euro area countries with high borrowing spreads, registering a half percentage point decline on average every decade. The slowdown in TFP growth in the United States, commonly regarded as the world technology frontier, also started well before the crisis.
Shifts within the services sector. An analysis of employment and value-added shares within the services sector and the underlying shifts between 1980 and 2007 points to a number of commonalities across advanced economies (Figure 6). The increase in value-added and employment shares in finance and business services—sectors that experienced a pre-crisis boom—was universal, and particularly marked in the United Kingdom, where the labor share in finance and business services was the highest among advanced economies. Personal services (e.g., hotels, restaurants, social, and personal services) and nonmarket services (e.g., public administration, education, health, and real estate) also gained labor share in most economies. Productivity growth in these services was much lower than in the rest of the economy due to limited scope for innovation and technical change (Baumol, Blackman, and Wolff 1985). The growth in labor shares in nonmarket services in euro area countries with high borrowing spreads was particularly striking in this regard. Yet other services, such as distribution and ICT services, experienced falling prices and rising labor productivity growth, gaining real value-added share while shedding labor.