Πηγή:Koolnews
Η επανάληψη της ιστορίας, στις περισσότερες περιπτώσεις εξελίσσεται ως φάρσα.
Στην περίπτωση του Ιράκ, όμως, συνιστά μια υπέρ-χιλιετή τραγωδία.
Το Ιρακινό έδαφος υπήρξε θέατρο μαχών Σουνιτών και Σιϊτών από τις απαρχές της
σύγκρουσης μεταξύ των οπαδών του imam Ali (εξάδελφος και γαμβρός του Προφήτη
Μωάμεθ και ο πλέον ικανός πολεμιστής του στρατού των Πιστών, κατά την πρώτη
επιχείρηση διάδοσης του Ισλάμ) και των στρατευμάτων του Moavia, του Ομεϊάδη
χαλίφη της Δαμασκού, στην Kuf· καθώς επίσης και των συνεχιστών αυτής της
αντιπαράθεσης, του διαδόχου του Moavia, του χαλίφη Yazid και των υιών του Ali,
των imam Abas και imam Hussein, η μάχη αυτή έγινε στην Karbala. Για την
πληροφόρηση των αναγνωστών να πούμε ότι το σχίσμα μεταξύ Σϊτών και Σουνιτών,
επήλθε μετά την διαφοροποίηση η οποία προέκυψε σχετικά με την διαδοχή του
Προφήτη και συνεπώς την ηγεσία του χαλιφάτου.
Γράφει ο
Λυκούργος Χατζάκος
Η πλευρά του Ali υπεστήριζε ότι ο χαλίφης (khalifa=επόμενος, διάδοχος), θα
πρέπει να είναι εξ αίματος συγγενής του Προφήτη, ενώ, η άλλη πλευρά θεωρούσε ότι
ο διάδοχος ηγέτης έπρεπε να αποτελεί επιλογή της πλειοψηφίας των πιστών. Έτσι
δημιουργήθηκαν, η Σιϊτική (Shi’a=οπαδός, εννοείται του Ali) και η Σουνιτική
(Shuna=παράδοση), πτέρυγες του Ισλάμ. Σουνιτικός είναι ο μεγαλύτερος
μουσουλμανικός πληθυσμός, όμως στο Ιράν και το Ιράκ (δίχως το Κουρδικό
στοιχείο), οι Σιΐτες είναι συντριπτική πλειοψηφία.
Για την ιστορία, αλλά και προκειμένου να γίνει καλύτερα κατανοητή η
αντιπαλότητα μεταξύ των δύο κυρίων ισλαμικών δογμάτων, πρέπει να αναφερθεί ότι
οι νίκες των Moavia και Yazid δεν ήταν μία απλή υποθεση. Ο imam Ali ήταν εκτός
από πολύ θρησκευόμενος και ικανότατος πολεμιστής.
Σύμφωνα με την παράδοση, στην μάχη της Κούφα οι στρατιώτες του Μωάβια έβαλαν
στα δόρατα και τις ασπίδες τους στίχους του Κορανίου και ο Ali μη θέλοντας να
προσβάλει αντικείμενα που έφεραν τον λόγο του Θεού, διέταξε να σταματήσει η μάχη
και άρχισαν διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο αντιπάλων. Κάποια στιγμή και ενώ
βρισκόταν στο τέμενος προκειμένου να προσευχηθεί, δολοφονήθηκε, ύπουλα, από
στρατιώτες του Moavia.
Μεσολάβησε ένα διάστημα ειρήνευσης, με τον Μοάβια να προετοιμάζει εκστρατεία
κατά των Βυζαντινών· η εκστρατεία όμως δεν ξεκίνησε καν, καθώς ο Βυζαντινός
στόλος μετά από πληροφορίες, κατέπλευσε στα παράλια της Συρίας και κατέστρεψε τα
πλοία που ετοίμαζε ο φιλόδοξος χαλίφης. Οι γιοί του Ali, παρακινημένοι από
οπαδούς του πατέρα τους, μετά τον θάνατο του Moavia, εξεστράτευσαν εκ νέου με
σκοπό την διεκδίκηση του χαλιφάτου. Συγκρούστηκαν με τις δυνάμεις του νέου
χαλίφη της Δαμασκού, Yazid, ο οποίος και διέταξε τον μαρτυρικό θάνατο των δύο
αντιπάλων ηγετών, Abas και Hussein.
Ο λόγος που και σήμερα οι Σιΐτες αυτομαστιγώνονται κατά την διάρκεια της
Assura (περίοδος αφιερωμένη στην μνήμη των δύο ιμάμηδων), είναι ακριβώς ότι
αναπαριστούν και θέλουν να βιώσουν τον πόνο των Hussein και Abas την στιγμή του
θανάτου τους. Συνυπολογιζομένου του θυμικού τρόπου αντίδρασης του Αραβικού
κόσμου, γίνεται κατανοητή η σφοδρότητα στην αντιπαράθεση μεταξύ των δύο πλευρών,
ειδικά όταν τα πάθη, ενισχυόμενα και από σύγχρονες αιτίες, κυριαρχήσουν.
Τον ρόλο της Μοσούλης, τότε, είχαν οι πόλεις Najaf, Kuf και Karbala, οι
οποίες ανήκουν στο Ιράκ και είναι οι Άγιοι Τόποι των Σιϊτών καθώς εκεί
βρίσκονται τεμένη με τα ταφικά μνημεία των imam Ali, Abas και Hussein. Β΄.
Σημερινές αναλογίες και το χρονικό μιας κρίσης Σε μία ιστορική αντισοιχία,
επιβεβαρυμμένης από τις σύγχρονες παραμέτρους του γεωπολιτικού παιγνίου, ο Abu
Bakr Al-Baghdadi, ηγέτης των μαχητών του ISIS, επιχειρεί να ανακαταλάβει για
λογαριασμό των Σουνιτών, οι οποίοι επί Σιϊτικής Κυβέρνησης Maliki, βρέθηκαν
απηνώς διωκόμενοι και εξωθούμενοι στο περιθώριο, αντιμέτωποι με μια πρωτοφανή
πολιτική διακρίσεων και διωγμών.
Ευνοήτως, οι Σουνιτικοί πληθυσμοί του Anbar και της Samara (περιοχή της
Μοσούλης), είδαν τις δυνάμεις του ISIS, ως απελευθερωτικό στρατό, τιμωρό των
κυβερνητικών δυναστών τους. Η Συριακή κρίση, προσέφερε το κατάλληλο έδαφος,
προκειμένου να αναπτυχθεί το κίνημα αυτό και λειτούργησε αποσταθεροποιητικά και
για το Ιράκ των -ούτως ή άλλως- ευαίσθητων ισορροπιών· τούτο διότι, η επέμβαση
των Δυτικών Δυνάμεων τον Απρίλιο του 2003, αν και απολύτως επιτυχής στο
στρατιωτικό τομέα, οδηγήθηκε σε πλήρη και παταγώδη αποτυχία στον πολιτικό καθώς
δεν είχε υπάρξει σοβαρός σχεδιασμός και προετοιμασία από πλευράς των κυρίως
υπευθύνων, Rumsfeld-Chainy.
Το κενό εξουσίας που άφηνε πίσω του ο Sadam, επιχειρήθηκε να καλυφθεί από τον
Ahmad Chelebi ο οποίος δεν έχαιρε εκτίμησης, όχι μόνον από τους Ιρακινούς αλλά
και ολοκλήρου του Αραβικού κόσμου –η Ιορδανία απείλησε με κλείσιμο των
Αμερικανικών βάσεων-, αφού ο Chelebi θεωρείτο τυχοδιώκτης και καιροσκόπος, με
καταδίκες στην Ιορδανία για κερδοσκοπικά παιχνίδια εις βάρος του νομίσματος της
χώρας (Ιορδανικό Δηνάριο).
Εμπρός σε αυτό το αδιέξοδο και δεδομένου ότι το προηγούμενο καθεστώς δεν
επέτρεπε την ύπαρξη αντιπολιτευτικών σχημάτων από τα οποία θα ανεδεικνύοντο
πολιτικές προσωπικότητες ικανές να αναπληρώσουν το κενό, επελέγη η πρακτική
συνάθροιση θρησκευτικών ηγετών και ηγετίσκων, οι οποίοι και πρώτο μέλημα είχαν
την εδραίωση της θέσης τους στην νέα πραγματικότητα.
Το Iraqi National Congress του 2003 ήταν κατά κύριο λόγο μια συγκέντρωση
θεοκρατών με εξαίρεση τους Κούρδους του Βορείου Ιράκ, το Kομμουνιστικό Kόμμα
Ιράκ και μια μικρή ομάδα κοσμικών Σιϊτών υπό τον Iyad Allawi.
Στο σημείο αυτό πρέπει να διευκρινισθεί ότι οι κομμουνιστές του Ιράκ τάχθηκαν
από την πρώτη ημέρα στο πλευρό των Δυτικών και συνέπραξαν στις εξελίξεις της
επόμενης ημέρας, γιατί –όπως και κάθε Μουσουλμάνος ηγέτης-, ο Σαντάμ είχε
εξαπολύσει διωγμό κατά των άθεων Κομμουνιστών, μιας και για το Ισλάμ ο κίνδυνος
δεν είναι, πρωτίστως, οι αλλόθρησκοι λαοί της Αγίας Γραφής, αλλά οι εθνικοί
(ειδωλολάτρες) και οι άθεοι.
Το τραγικότερο, όμως, ατόπημα το οποίο έμελλε να θέσει την βάση για την πλήρη
εκτροπή των πραγμάτων στο Ιράκ κατά την μετέπειτα περίοδο 2005-2007, διεπράχθη
από τον πρώτο επικεφαλής της CPA (Coalition Provisional Authorities-Προσωρινές
Αρχές Συνασπισμού), πρέσβυ Paul Bremer, ο οποίος με μία άνευ λογικής αιτιολογίας
απόφασή του διέλυσε περί τα τέλη Μαΐου – αρχές Ιουνίου του 2003 τον Ιρακινό
στρατό και απέταξε όλα τα στελέχη του, σε όλη την κλίμακα της ιεραρχίας
(αξιωματικούς, υπαξιωματικούς κ.λπ.).
Δεδομένου ότι η Αστυνομία και η κρατική ασφάλεια (Muhabarat) είχαν ήδη
διαλυθεί, προ της εισόδου της πολυεθνικής δυνάμεως στην Ιρακινή Πρωτεύουσα, εξ
αιτίας του φόβου των στελεχών τους για αντίποινα, η πλήρης διάλυση του στρατού
ως της μόνης συντεταγμένης δυνάμεως ασφαλείας, σε συνδυασμό με την αμερικανική
«αμηχανία», επέτρεψε την είσοδο πυρήνων της Al-Qaeda –ο Σαντάμ λόγω των
δογματικών και άλλων διαφορών με την Ουαχαμπιτική τρομοκρατική οργάνωση,
επιχειρούσε κατασταλτικά εναντίον της.
Μία ακόμη συνέπεια αυτής της αδικαιολόγητης ανοησίας, ήταν και η δημιουργία
ενόπλων ομάδων αντίστασης οι οποίες συγκροτήθηκαν από τα διωχθέντα επαγγελματικά
στελέχη των ενόπλων δυνάμεων και φυσικά την απόκτηση βαρέως οπλισμού και υλικών
από τις στρατιωτικές αποθήκες. Συνυπολογιζομένης της υπό τέτοιες συνθήκες χάους,
ανάπτυξης του κοινού εγκλήματος, αντιλαμβάνεται κανείς σε ποια περίοδο εισήρχετο
ο Ιρακινός λαός.
Παρά ταύτα, η ανάδειξη του Iyad Allawi, κοσμικού Σιΐτη πολιτικού με κύρος και
αποδοχή από όλες τις εθνοτικές και θρησκευτικές ομάδες -Κούρδων, Σιϊτών,
Σουνιτών κ.λπ.-, άφησε μια ακτίνα φωτός ελπίδας για την μετάβαση, έστω και μέσω
δύσβατου στενωπού, σε μία πιο ομαλή και ειρηνική επόμενη ημέρα.
Ατυχώς, οι τρομοκρατικοί θύλακες της Al-Qaeda και των ακολούθων της, κάποιοι
πυρήνες φανατικών Μπααθιστών και Σουνιτών, επέτυχαν να δημιουργήσουν χαοτικές
συνθήκες με τις συνεχείς επιθέσεις κατά Σιϊτών οι οποίοι αποτελούσαν, πλέον, την
νέα τάξη εξουσίας. Η αβελτηρία του Bremer, η Ιρανική εμπλοκή -η οποία είχε ήδη
να γίνεται εμφανής υπό το πρόσχημα του ομοδόξου θρησκεύματος- και ο
καιροσκοπισμός Ιρακινών πολιτικών, επέφερε την πτώση της Κυβερνήσεως Alawi και
την ανάρρηση του Al-Jaffery στην Πρωθυπουργία του Ιράκ.
Ο τελευταίος, πολιτικά ανεπαρκής και φανατικός, υπό πλήρη Ιρανική επιρροή
Σιϊτης, είναι εκείνος που νομιμοποίησε τον εξοπλισμό των Σιϊτικών πολιτοφυλακών
(στρατό Mehdi του Moqtada Al-Sadr και στρατού Bedr του Al-Hakim) και πλέον η
εμφύλια διεθνοτική-διαθρησκευτική σύγκρουση, επισήμως ακήρυκτη, έγινε πραγματικό
γεγονός. Ήταν η περίοδος «όλοι, εναντίον όλων».
Η ανάληψη της αρχηγίας της πολυεθνικής δυνάμεως στο Ιράκ από τον Στρατηγό
Petraus, ήταν η αιτία που τα πράγματα στο Ιράκ άρχισαν να οδηγούνται προς
διευθέτηση. Εκτός από την ανάληψη δράσης των μαχίμων τμημάτων των Αμερικανικών
και εν γένει συμμαχικών, δυνάμεων με την επιχείρηση «πλημυρίδα» (Surge),
σημαντική παράμετρος υπήρξε η άσκηση πίεσης στον Ιρακινό Πρωθυπουργό και την
κυβέρνησή του, προκειμένου να επανενταχθεί η Σουνιτική πλευρά στην Κυβέρνηση και
να συμπράξει στην προσπάθεια ειρήνευσης της χώρας και στην μάχη κατά των
τρομοκρατών.
Ενδεικτικό της βαρύτητος που απέδιδε η Αμερικανική πλευρά στην επιτυχία αυτού
του εγχειρήματος, είναι το γεγονός ότι ο Πρόεδρος Bush to 2008, έφθασε με το Air
Force One στο Ιράκ και συνάντησε προσωπικά τους Σουνίτες ηγέτες των φυλών του
Anbar και των γύρω περιοχών.
Παράλληλα, επετεύχθη η απομόνωση και ήττα του Sadr και της πολιτοφυλακής του,
ένα τμήμα της οποίας επεδίδετο στο πλιάτσικο και την τρομοκράτηση του πληθυσμού
και σε ένα άλλο, σημαντικού μεγέθους, οι Ιρανικές, μυστικές υπηρεσίες είχαν
επιτύχει να διεισδύσουν και να αναλάβουν τον έλεγχο της. Την περίοδο από τα μέσα
του 2004, μέχρι το 2007, οι δολοφονίες αντιπάλων, απαγωγών, ληστειών κ.λπ., ήταν
καθημερινή ρουτίνα.
Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι πολλοί πιλότοι της Ιρακινής αεροπορίας κατά
τον Ιρακινοϊρανικό πόλεμο δολοφονήθηκαν αυτή ακριβώς την περίοδο. Κοινό έγκλημα
και τρομοκρατία δημιουργούσαν μία εφιαλτική καθημερινότητα, η οποία σε συνδυασμό
με την κυβερνητική αδράνεια στην ανασυγκρότηση της χώρας και την αποκατάσταση
των υποδομών, η πλήρης παράλυση των δημοσίων υπηρεσιών και της παραγωγικής
διαδικασίας, έστρεφε την Ιρακινή κοινωνία προς ακραίες επιλογές. Σε μία χώρα με
50 βαθμούς θερμοκρασία οι ελλείψεις π.χ., ηλεκτρικού και δικτύου ύδρευσης,
γίνονται εφιάλτης στην καθημερινότητα.
Το 2008-2009, η κατάσταση στο Ιράκ, έβαινε προς εξομάλυνση και μεμονωμένες
–μερικές αρκετά εντυπωσιακές επιθέσεις όπως π.χ., εκείνη εναντίον του Ιρακινού
ΥΠΕΞ με εκατόμβη νεκρών και τραυματιών-, δεν απέτρεπαν την θετική πορεία των
πραγμάτων. Όμως, η εκλογή στην Προεδρία των ΗΠΑ του Baraq Obama, έδωσε την
ευκαιρία στον Maliki να θέσει έντονα το αίτημα ταχύτερης αποχώρησης των μαχίμων
Αμερικανικών δυνάμεων, παρά το χρονοδιάγραμμα της SOFA (Status of Forces
Agreement). Προφανώς το αίτημα διετυπώθη από τον Ιρακινό Πρωθυπουργό, αλλά
υπαγόρευε η Ιρανική καθοδήγηση.
Η εμπλοκή της Τεχεράνης στα Ιρακινά πράγματα ήταν ήδη μεγάλη και το Ιράκ
αποτελούσε σημαντικό παράγοντα στην υλοποίηση του σχεδιασμού του Σιϊτικού
κέντρου στο παιχνίδι επιρροής και περιφερειακού ανταγωνισμού, αφού είναι όμορο
με την Συρία των Asad και την Σουνιτική και δυτικόφιλη Ιορδανία. Παράλληλα,
είναι γέφυρα με τον Λίβανο στον οποίο η Hizbollah του Nasrallah, διεκδικεί
πρωταγωνιστικό ρόλο. Σε όλη την περίοδο, πρέπει να επισημανθεί η τακτική της
Κουρδικής συνιστώσας.
Οι Κούρδοι ηγέτες Masud Barzani του PDK και Jalal Talebani του PUK, παρά το
γεγονός ότι μέχρι την επέμβαση των ξένων στρατευμάτων στο Ιράκ ευρίσκοντο σε
εμπόλεμη διαμάχη, με τον Barzani να ελέγχει την περιοχή του Arbil και τον
Talebani την περιοχή της Suleimanija, προ των κοινών ωφελειών που θα προέκυπταν
μετά την πτώση του καθεστώτος Sadam να συνεννοηθούν και να μοιράσουν μετά την
εξουσία· ο Barzani κράτησε για το κόμμα του το Αυτόνομο Κουρδιστάν του Βορείου
Ιράκ και τον Talebani να αναλαμβάνει την Προεδρία του Ιράκ στην Βαγδάτη, με
συμφωνία εναλλαγής στην εξουσία.
Το μεγαλύτερο διεκδικούμενο τμήμα, ήταν το Kirkuk, το οποίο διαθέτει μεγάλα
και άριστης ποιότητας, κοιτάσματα υδρογονανθράκων και στο οποίο διαβιούν τρείς,
περίπου ισοδύναμες πληθυσμιακά, κοινότητες: Αραβική Κουρδική και Τουρκμενική. Η
σημερνή κρίση, με τους μαχητές του ISIS ante portas της Βαγδάτης, έδωσε την
ευκαιρία στους Κούρδους Peshmerga να καταλάβουν την Περιφέρεια Kirkuk, με
πρόσχημα την προστασία του πληθυσμού, δίνοντας έτσι de facto λύση στην
εκκρεμότητα του δημοψηφίσματος για την ένταξη της διεκδικούμενης από Βαγδάτη και
Arbyl περιοχής.
Ποια θα είναι η κατάληξη δεν μπορεί να προβλέψει κανείς. Το ηθικό των
Ιρακινών δυνάμεων βρίσκεται στο ναδίρ και η ευθύνη για αυτό ανήκει αποκλειστικά
στον Ιρακινό Πρωθυπουργό. ενδεικτικό ότι ο Maliki, ακόμη και προ του κινδύνου
καταλήψεως της Ιρακινής Πρωτεύουσας από τους φανατικούς ισλαμιστές του ISIS,
αρνείται να παρακάμψει τον εγωισμό και την ιδιοτέλειά του και να συμπράξει στον
σχηματισμό κυβερνήσεως εθνικής σωτηρίας. Η απραξία από δυτικής πλευράς, δεν
αποτελεί σώφρονα τακτική, καθώς κανέναν στον πλανήτη δεν ωφελεί η δημιουργία
ενός ισλαμικού κράτους αντίστοιχου του Ιράν ή των Taliban.
Είναι εφιαλτική και μόνη η σκέψη ότι
κάτω από την ιερή μανία των φανατικών ισλαμιστών θα ανατινάζονται μνημεία όπως
αυτά της Βαβυλώνας (σημερινή Hila), κατά αναλογία της πρακτικής των Taliban
έναντι των μνημείων του Βούδα στα βουνά του Αφγανιστάν. Επίσης, πραγματική λύση
δεν αποτελεί η εγκατάλειψη κάθε δραστικής πρωτοβουλίας, από πλευράς του Δυτικού
κόσμου, στα χέρια του θεοκρατικού καθεστώτος της Τεχεράνης.