Είναι φανερό ότι οι
«συνιστώσες» της κυβέρνησης Σαμαρά εδώ και πολύ καιρό παίζουν
με τη γλώσσα και επιχειρούν -χάριν της πολιτικής επικοινωνίας- να αλλάζουν
διαρκώς τις παγιωμένες γλωσσικές χρήσεις των εννοιών. Από την εποχή που η
κατάργηση των μνημονίων έγινε απεμπλοκή, απαγκίστρωση, προοπτική λήξης, έξοδος
κ.λπ., έχουμε φτάσει σε μια κατάσταση όπου το «μνημόνιο»
νοείται άλλοτε ως χρηματοδοτικό πρόγραμμα, άλλοτε ως νομικό και
θεσμικό καθεστώς, άλλοτε ως η νομική εφαρμογή της
δανειακής σύμβασης, άλλοτε ως ένα «κακό που τώρα πέρασε»,
άλλοτε ως η κακή μας η μοίρα.
Ο βομβαρδισμός των
ανθρώπων καθημερινά, από την κυβέρνηση και τα φίλια προς αυτήν
ΜΜΕ, από διαφορετικές, εναλλασσόμενες και συγκρουόμενες
πολιτικά γλωσσικές χρήσεις των ίδιων λέξεων δεν είναι απλώς μια
επικοινωνιακή κατάσταση αλλά ένας μηχανισμός εξουσίας και
αδρανοποίησης, μαζικής χειραγώγησης, όπως θα έλεγε και ο Τσόμσκι. Με τον τρόπο
αυτόν, η σύγχυση γενικεύεται και ο «κυρίαρχος» δεν είναι μόνον
αυτός που κηρύσσει την «κατάσταση εξαίρεσης» αλλά και -κυρίως- εκείνος που
ορίζει το πεδίο και τις τακτικές των λεκτικών παιγνίων, τη διαβαθμισμένη,
συγχυτική, παραμορφωτική γλωσσική χρήση καθώς και τη χωρίς έλλογο πυρήνα μείξη
και αμοιβαία ή αλληλοαποκλείουσα ακύρωση των διαφορετικών γλωσσικών χρήσεων μιας
λέξης ή μιας κατάστασης. Οι λέξεις δεν σημαίνουν πλέον τίποτε ή σημαίνουν τα
πάντα. Το νεκροζώντανο Μνημόνιο πέθανε, αλλά και θα υπάρχει
για πάντα. Ο νεοφιλελευθερισμός αποσιωπάται
πια από όλους, δεξιούς και αριστερούς, αλλά παραμένει η αποκλειστική
ηγεμονική αστική στρατηγική στην
Ε.Ε., τις ΗΠΑ και διεθνώς.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι
καθόλου απέξω από τη γλωσσική κρίση, δεν είναι καθόλου άμοιρος πλέον αυτής της
γλωσσικής σύγχυσης ως στρατηγικού μηχανισμού «απομόνωσης» και
εξουσίασης. Η συνεχής και υποτροπιάζουσα τροποποίηση και παραλλαγμένη εφαρμογή
μιας έννοιας (όπως ενδεικτικά η «διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του
χρέους» που γίνεται «κούρεμα», «διαγραφή του
μεγάλου μέρους» (δηλαδή πόσου; 20 ή 80 %;),
«πάγωμα», «ακόμη και η επιμήκυνση δεν είναι
κακή», ξαναγυρνά ως «η διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους» κ.λπ.) εθίζει
τους μεν πολιτικούς στην ανευθυνότητα και τον κυνισμό διά της
λεγόμενης «δημιουργικής ασάφειας» («creative unclearness»),
όπως δηλώθηκε και στην τελευταία Κ.Ε., σε ισχυρά δηλαδή «ναρκωτικά», τους δε
εξουσιαζόμενους στη λογική «όλες οι εκφορές είναι άσχετες προς την
πραγματικότητα», «άλλα λένε και άλλα θα κάνουν» ,«όλοι λένε ψέματα», «όλοι λένε
τα ίδια», «ας ψηφίσουμε απλώς για να επιβιώσουμε», συμβάλλει δηλαδή στο
γενικευμένο κυνισμό και στην πλήρη απομάγευση και απαξίωση της
πολιτικής και της δημόσιας σφαίρας, στην απόλυτη ιδιωτικοποίηση της πολιτικής, η
οποία είναι και η μητέρα όλων των ιδιωτικοποιήσεων του ύστερου
καπιταλισμού.
Αυτό, αν συνεχιστεί
για πολύ, δεν θα οδηγήσει στο επιθυμητό για εμάς βάθεμα της
αστικής κρίσης πολιτικής εκπροσώπησης υπέρ των
ριζοσπαστικών εναλλακτικών προτάσεων, αλλά στην ύστερη αστική επίλυσή της διά
της πλήρους καταστροφής της δημόσιας σφαίρας και της ίδιας της δυνατότητας
πραγματικής επικοινωνίας μεταξύ των μελών της κοινωνίας. Ο «τεχνοφασισμός» ή
ορθότερα ο τεχνοολοκληρωτισμός, δεν είναι πολύ μακριά από μια
τέτοια εξέλιξη. Και τότε η Χρυσή Αυλή θα ομοιάσει με ένα λούμπεν και βίαιο
νηπιαγωγείο σε σχέση με τον νέο Λεβιάθαν, το τέρας που θα αναδυθεί σταδιακά από
το κοινωνικό χάος και την καπιταλιστική κρίση. Βεβαίως, η «εξαιρετική» και
οπορτουνιστική χρήση της πολιτικής γλώσσας, όπως και γενικότερα η γλώσσα σε
κρίση, δεν αποτελεί πολιτιστικό πρόβλημα κατά το κόμμα μας, τα πολιτιστικά
προβλήματα στην Ελλάδα, βλέπετε, είναι βασικώς «χρηματοδοτικά».
Όπως αναφέρει ο
συγγραφέας Λιούις Κάρολ (Lewis Caroll) στο έργο του
«Μέσα από τον καθρέφτη», που αποτελεί συνέχεια της «Αλίκης στη
χώρα των θαυμάτων» (παραπομπή σε Π. Όστερ «Η τριλογία της Νέας Υόρκης», Αθήνα
2014, Μεταίχμιο, σελ. 115 ):
«Όταν χρησιμοποιώ
μια λέξη, είπε ο Χάμπτι Ντάμπτι με τόνο μάλλον επιτιμητικό, αυτή σημαίνει αυτό
ακριβώς που διάλεξα να σημαίνει. Τίποτε λιγότερο, τίποτε περισσότερο. Το ερώτημα
είναι, είπε η Αλίκη, αν μπορείς να κάνεις τις λέξεις να σημαίνουν τόσο πολλά
διαφορετικά πράγματα. Το ερώτημα είναι, είπε ο Χαμπτι Ντάμπτι, ποιος θα είναι ο
κυρίαρχος. Αυτό είναι όλο».
Το «σμιτιανό»
επιχείρημα περί κυριαρχίας του Χάμπτι Ντάμπτι, πέρα από τη γλωσσική σύγχυση που
επιφέρει ο εξουσιαστικός λόγος, αναφέρεται και σε μια άλλη
σημαντική διάσταση, αυτήν της ετεροχρονισμένης και ασύμμετρης χρήσης των
ιστορικών όρων του κομμουνιστικού κινήματος και γενικότερα της μαρξιστικής
Αριστεράς για να υποδηλωθούν άλλα σημαινόμενα και να καλυφθούν σύγχρονες ανάγκες
ριζικά άλλες των ιστορικών σημαινομένων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου