Του Νικόλα Σεβαστάκη
Τέσσερις δεκαετίες ζούμε στο κατόπι της Μεταπολίτευσης και των χρονικών της. Μας απασχολούν τα ανώγια και τα κατώγια, οι επίσημες κι οι παράτυπες όψεις της ελληνικής κοινωνικοπολιτικής ζωής του ύστερου 20ού αιώνα. Οι απολογισμοί, περισσότερο πικροί παρά γενναιόδωροι, περισσεύουν. Ζούμε, κυρίως, με την απορία για το πού ακριβώς κατευθυνόμαστε, για τον προσανατολισμό αυτού του κράτους και της συγκεκριμένης κοινωνικής του ενδοχώρας.
Τα τελευταία χρόνια, η κρίση πυροδότησε ουσιαστικά όλες τις εκδοχές παρωδιακής αναβίωσης ή δογματικής αποκήρυξης της Μεταπολίτευσης. Εχει έλθει η ώρα να τεθεί και το πραγματικό ερώτημα, πέρα από το άγχος για την ανάσταση παλαιάς κοπής αγωνιστικών ριζοσπαστισμών αλλά και δίχως εχθρότητα προς τον δημοκρατικό άνεμο των χρόνων μετά το ’74, αίσθημα φανερό ακόμα σε ορισμένους κύκλους της πολιτικής και της διανόησης.
Το πραγματικό ερώτημα νομίζω ότι αφορά τη νέα επινόηση της δημοκρατίας μας ως πολιτικής κοινότητας αλλά και ως κοινωνικών πρακτικών που συναποτελούν τον ελληνικό δημόσιο χώρο. Τι σημαίνει όμως «επινόηση» όταν αναφερόμαστε σε δημόσια πρότυπα και πολιτικές συλλήψεις; Υπάρχει, ως γνωστόν, ο πειρασμός να δοθεί μιαν απάντηση στο ερώτημα με ένα «ούτε δεξιά ούτε αριστερά», λύση που προωθεί πλέον έναν ακραίο εκλεκτικισμό σερφάροντας, δίχως ιεράρχηση, απ’ τα αντικρατικά στερεότυπα της νεοφιλελεύθερης Κεντροδεξιάς ώς την πολιτισμική Αριστερά. Σε αυτή την περίπτωση, η νέα επινόηση της δημοκρατίας συνδέεται κυρίως με μια «μεταπαραδοσιακή» ατζέντα διαλόγου που βγάζει εκτός συμμαχίας μόνο τους φασίστες ή τους απροκάλυπτα αντιδραστικούς.
Την ίδια στιγμή, η δεσπόζουσα εκλογικά και πολιτικά έκφραση της Αριστεράς στον τόπο μας συνεχίζει να υποτιμά τα αδιέξοδα και τις σημαντικές στρεβλώσεις που γιγαντώθηκαν και στο έδαφος προοδευτικών ή «φιλολαϊκών» κοινωνικών θεσμών των προηγούμενων δεκαετιών. Συχνά εκπέμπεται το μήνυμα πως το μοναδικό πρόβλημα από το 1974 και έπειτα υπήρξαν κάποιες κακές ολιγαρχίες, αθωώνοντας με αυτόν τον τρόπο ένα σύνθετο πλέγμα ηθών και πρακτικών που ιδιωτικοποίησαν την ελληνική δημοκρατία πριν ακόμα προβληθούν θεσμικά οι λεγόμενες πολιτικές των ιδιωτικοποιήσεων.
Από τη μία βλέπουμε να προωθείται η «υπέρβαση» του παλαιοκομματισμού με όρους μεταπολιτικής και επιτροπών σοφών. Από την άλλη, είναι ορατή η αδυναμία ή και η απροθυμία του αριστερού ριζοσπαστισμού να προτείνει μια νέα πολιτική ενότητα μακριά από τη μυθολογική χρήση των «ανένδοτων αγώνων» ή την αυταπάτη για ηγεμονικές αυτοδυναμίες.
Παρ’ όλα αυτά, οι συλλογικές μας αναπαραστάσεις δεν είναι στατικές. Είναι περισσότεροι σήμερα όσοι έχουν καταλάβει ότι μια ανάπτυξη με τοξικούς Ασωπούς, μπαζωμένα ρέματα και σπατάλες Ολυμπιακών διαστάσεων θα ήταν ανεπιθύμητη. Πολύ περισσότεροι, επίσης, είναι εκείνοι οι οποίοι εκτιμούν τη σημασία ενός κοινωνικού κράτους που διαθέτει σοβαρές υποδομές αλλά και το ευρύτερο κόστος που έχει η υποτίμηση της εργασίας. Πολλοί, τέλος, είναι και όσοι αποδέχονται ένα νέο πλαίσιο κανόνων δικαιοσύνης έχοντας επίγνωση της μη επιστροφής στα θέσμια του προηγούμενου μοντέλου. Από αυτόν εξάλλου τον κόσμο μπορεί και μόνο να στηριχτεί μια αριστερή πολιτική που θα έχει αυξημένη αίσθηση των δυσκολιών και του τραγικού ιστορικού περίγυρου. Και μιλώ για μια απαραίτητη αίσθηση του τραγικού, διότι διαβάζω άπειρες αναλύσεις που περιγράφουν έναν φανταστικό κόσμο χωρισμένο σε νεοφιλελευθερισμό και σοσιαλισμό παρ’ ότι σε ένα μεγάλο μέρος της γης δεν υφίσταται καν πολιτική Αριστερά (σοσιαλιστική), ενώ λίγο πιο μακριά από το χωριό μας την «ηγεμονία» την κερδίζουν με ποταμούς αίματος… σουνίτες τζιχαντιστές που ιδρύουν Χαλιφάτα!
Και στο εσωτερικό όμως επιβάλλεται η παραδοχή της πραγματικότητας: ότι αναπτύσσεται ένας υδροκέφαλος ματαιωμένος εθνικισμός, ένας αντιπολιτικός πρωτογονισμός και ένας αντιδημοκρατικός «ριζοσπαστισμός» που ονειρεύεται την ανόρθωση του έθνους ως εθνοκάθαρση (των κάθε λογής εχθρών και διαφωνούντων). Πληθαίνουν οι συμπολίτες μας που έχουν απολέσει κάθε ίχνος εμπιστοσύνης, που χειρίζονται απλώς διαφορετικά διαπροσωπικά ή επαγγελματικά μίση ή κινούνται αποκλειστικά στη βάση της αντεκδίκησης κατά πάντων.
Σαράντα χρόνια έπειτα από την τομή του 1974 όλα είναι λοιπόν πάνω στο τραπέζι. Υπάρχει ο λαός του Μπέου και του Κασιδιάρη αλλά και εκείνοι οι πολλοί Ελληνες που αντιστέκονται στις νέες μορφές βάναυσης χειραγώγησης των λαϊκών αισθημάτων. Και μέσα στην Αριστερά γίνεται πιο επιτακτική, ακόμα και αν δεν συζητείται ανοιχτά, η ανάγκη ενός σαφούς ηθικοπολιτικού διαχωρισμού από τις κουλτούρες του αυταρχικού ριζοσπαστισμού και της ιδεολογικής μισαλλοδοξίας που μας έρχονται από το παρελθόν. Ακριβώς για να μην περάσει το δημαγωγικό μήνυμα «ούτε δεξιά ούτε αριστερά» μοιάζει πιο απαραίτητη από ποτέ η ανάγκη να ξανασκεφτούμε τη διαιρετική τομή Δεξιάς και Αριστεράς με τους όρους του έτους 2014, όχι με τους όρους του 1944, του 1965 ή και του 1989.
Ανάμεσα στο «όλοι οι καλοί Ελληνες χωρούν» και στη φαντασίωση μιας κάθετης διαίρεσης φίλων και εχθρών, ανάμεσα στην έλλειψη ιδεολογικού συνόρου και στον ιδεολογικό αναχρονισμό των εμφυλίων, ανοίγεται το πεδίο των πραγματικών και επισφαλών αναμετρήσεων. Οχι μόνο με την παγίωση της ύφεσης αλλά με την επικίνδυνη παραγωγική, ποιοτική και οικολογική καχεξία του ελληνικού καπιταλισμού. Για να μην προχωρήσει περισσότερο η απαξίωση της ευρωπαϊκής και δυτικής μας ταυτότητας που κατοχυρώθηκε μετά το 1974. Και για να μην κυριαρχήσει στον κοινό νου ο εθνικισμός ως μοναδικός χειριστής της συλλογικής αγωνίας και της ιδέας του γενικού συμφέροντος.
Μια τέτοια πολύπλευρη, διανοητική και πολιτική, αναμέτρηση με τους κινδύνους τού σήμερα και τα ιδεολογικά παραπροϊόντα της κρίσης θα ήταν ο καλύτερος τρόπος να μην ξεχάσουμε τη Μεταπολίτευση αλλά, θάβοντας όσα πρέπει επιτέλους να ταφούν, να ανανεώσουμε τη θετική της κληρονομιά. Οσο, αντίθετα, η εμπειρία αυτών των χρόνων –που υπήρξαν για πολλούς από εμάς τόσο η πολιτική όσο και η αισθηματική μας αγωγή– θα γίνεται απλώς πρόσχημα για να διεξάγουμε ανόητους πολιτικούς και πολιτισμικούς πολέμους, όσο δηλαδή θα λείπει ο ειλικρινής αναστοχασμός, τόσο θα μεγαλώνει και ο κίνδυνος μιας δυσάρεστης έκπληξης: εκεί που περιμένουμε τη νέα Μεταπολίτευση να προκύψει μια εποχή διαλυτικής αστάθειας και νεοσυντηρητικών οπισθοδρομήσεων. Το ζήτημα είναι να έχουμε πλήρη συνείδηση και αυτού του ρίσκου.
*Καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών στο ΑΠΘ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου