Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2014

Γ.Δροσος.Σημειώσεις για μια μεταβατική στιγμή




Πηγή:Μεταρρύθμιση


Όλα δείχνουν ότι σιγά-σιγά πηγάινουμε σε μία μετα-κρίση συνθήκη. Δεν φθάσαμε, πηγαίνουμε: η πρόσφατη απότομη αύξηση των ελληνικών spreads που προκλήθηκε εν πολλοίς από το περιεχόμενο που έλαβε η πολιτική αντιπαράθεση τις προηγούμενες μέρες θύμισε, μάλλον άγρια, σε όλους μας ότι η κρίση, και η οικονομική εξάρτηση που συνεπάγεται, είναι ακόμη εδώ. Βρισκόμαστε όμως ήδη πολύ μακριά από την αρχική της ένταση και μορφή.

Στην πολύ και πολλαπλά δύσκολη προσπάθεια να αποφύγει η Ελλάδα την περιέλευση εκτός από την ουσιαστική και σε τυπική χρεοκοπία και να αναγκασθεί σε έξοδο από το ευρώ, συνέβαλαν η υπομονή της ελληνικής κοινωνίας και οι αντοχές της και η εκλογική πονηρία του ελληνικού λαού. Συνέβαλαν όμως, με τους τρόπους, τα λάθη, τις παλινωδίες, τα πρόσωπα, αλλά και την αποφασιστικότητά τους σε κρίσιμες στην πορεία της περασμένη πενταετίας στιγμές ο Γιώργος Παπανδρέου, ο Βαγγέλης Βενιζέλος και το ΠΑΣΟΚ, ο Αντώνης Σαμαράς και η Νέα Δημοκρατία, ο Γιώργος Καρατζαφέρης και ο ΛΑΟΣ και βεβαίως, καθοριστικά ιδίως για τους αποφασιστικούς πρώτους μήνες μετά τις εκλογές που έγιναν την οξύτερη στιγμή της κρίσης, ο Φώτης Κουβέλης και η ΔΗΜΑΡ.

Από τις μείζονες δημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις μία δεν μετέσχε: ο ΣΥΡΙΖΑ. Επέλεξε και κατάφερε να εκφράσει την οργή, χωρίς να επιχειρήσει να την μεταφράσει σε δημιουργία. Και πολλά πράγματα τα μετρήσαν λάθος. Θυμάμαι έναν συνάδελφό μου από την Θεσσαλονίκη να προβλέπει ότι ο χειμώνας 2011-2012 θα είναι χειρότερος από εκείνον του1941-1942. Έπεσε έξω –και μάλιστα ο ίδιος πρέπει να πάχυνε λίγο εκείνον τον χειμώνα. Πάντως η κρίση τελικώς δεν τον έβλαψε, βγήκε, νομίζω, ευρωβουλευτής.

***

Δεν βγήκε ακόμη η χώρα οριστικά από την κρίση, δεν βρίσκεται όμως πια μέσα σε μια κρίση με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του 2010-2012 ή και του 2013. Αυτό ίσως εξηγεί ότι παράλληλα με τις τελευταίες δέσμες μνημονιακών μέτρων, τις συνδεδεμένες με τις τελευταίες συμφωνημένες δόσεις χρηματοοικονομικής στήριξης, η σημερινή κυβερνητική πολιτική δημιουργεί μια νέα οικονομική και πολιτική συνθήκη που κινείται προς κατευθύνσεις που δεν μπορούν να επιτύχουν ούτε την παραγωγική ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας ούτε τις αναγκαίες βαθιές διαρθρωτικές αλλαγές στο κράτος και στην κοινωνία. Με έντονη πολιτική ιδιοτέλεια, με συγκροτούμενα με ταχύτητα νέα δίκτυα διαπλοκής (συχνά σε σύμπραξη με σκοτεινά, πλην ισχυρότατα κέντρα κυβερνητικής εξουσίας) η κυβερνητική πολιτική θεμελιώνεται στον συνδυασμό μιας διαρκούς λιτότητας με έναν εντεινόμενο αυταρχισμό. Η πολιτική αυτή διαμορφώνει σταδιακά –αλλά δεν έχει ακόμη εδραιώσει- μια Ελλάδα στην οποία ούτε ανάπτυξη χωρά, ούτε ανάταση, και πάντως την Ελλάδα δεν θέλουμε, διατηρώντας τις δημοκρατικές κατακτήσεις της μεταπολίτευσης, να αντικαταστήσει την Ελλάδα της μπαταχτσίδικης ευμάρειας, των άδειων λόγων και των λαμπερών τίποτα. Αυτήν την πορεία η ελληνική κοινωνία και πολιτική μπορεί να την σταματήσει –δεν είναι βέβαιο ότι θα την σταματήσει, βέβαιο είναι ότι έχει τη δυνατότητα να την σταματήσει.

Με ποιο πολιτικό πρόγραμμα άραγε; Πέρα από την αποδοχή ότι η παραμονή μας στην κοινοτική Ευρώπη και στο ευρώ είναι σήμερα όχι απλώς μία από τις εναλλακτικές πολιτικές επιλογές αλλά θεμελιώδες στοιχείο της εθνικής και κοινωνικής μας ταυτότητας και ότι η όλη στρατηγική της λιτότητας είναι αδιέξοδη και πάντως όχι η κατάλληλη για την ανάπτυξη της χώρας μας βαριέμαι να μετάσχω σε μεγαλύτερη προγραμματική συζήτηση, άλλωστε πάνω-κάτω όλα έχουν λεχθεί, κι ακόμη περισσότερα. Μια έμμεση παρατήρηση μόνο: σε έναν αρχαίο ελληνικό μύθο εμφανίζεται μία από τις ερωμένες του Δία να ζητά να τον δει σε όλη την θεϊκή του λάμψη. Το βλέπει και μέσα στο φως του καίγεται. Η ελληνική κοινωνική συντήρηση από ένστικτο, η ελληνική πολιτική τάξη από πονηρία θέλει να μη δει αλήθειες, γιατί θα καεί. Μια Αριστερά άξια του ονόματός της, μια οποιασδήποτε ονομασίας άξια του ονόματός της δύναμη ανατροπής και δημιουργίας, πρέπει να μπορεί να δει την αλήθεια χωρίς να καεί και χωρίς να κάψει. Θα τα καταφέρει;

***

Το προηγούμενο συνέδριο της ΔΗΜΑΡ αποτίμησε την έξοδό της από την κυβέρνηση, έτσι δεν επανέρχομαι στο θέμα αυτό. Την συμμετοχή της πάντως μας εκεί η ΔΗΜΑΡ πρέπει να την προβάλλει ως τίτλο τιμής, γιατί τίτλος τιμής είναι –όχι σαν δικαιολογείται. Και μια λεπτομέρεια. Το περίφημο 4-2-1 ήταν σωστό, εντελώς σωστό (προσωπικά θα προτιμούσα 5-3-2, αλλά και το 4-2-1 δεν ήταν άσχημο). Το κράτος και οι δημόσιοι οργανισμοί διοικούνται πολιτικά, και όποιος δεν το αναγνωρίζει ή φαρισαίος είναι (αν ξέρει) ή αφελής, βαθιά αφελής. Το πώς αξιοποιήθηκε το ”1” από το 4-2-1 είναι βέβαια εντελώς διαφορετικό θέμα, όπως και το αν αξιοποιήθηκε πλήρως ή έστω επαρκώς η δυναμική που παρέχει η συμμετοχή στην κυβέρνηση είναι και αυτό άλλο θέμα. Και είναι προς μεγάλη τιμή του στελέχους της ΔΗΜΑΡ που είχε την κύρια ευθύνη του συντονισμού της κυβερνητικής της συμμετοχής ότι αναγνώρισε δημόσια λάθη και ανεπάρκειες, και της δικής του εκεί προσωπικής πράξης.

***

Τις υπαρξιακού βάθους πολιτικές δυσκολίες που περνά η ΔΗΜΑΡ μετά την εκλογική της συντριβή στις ευρωεκλογές, κυρίως όμως με την βαθιά διαίρεση στις τάξεις της, που εντάθηκε πριν τις ευρωεκλογές και οδήγησε, μετά από αυτές, στην αποχώρηση πολύ μεγάλου αριθμού μελών, προβεβλημένων στελεχών και βουλευτών τις περνούν και θα τις περάσουν και οι άλλοι του λεγόμενου ”χώρου”. Τις δοκίμασαν οι 58 όταν άλλαξε ο τρόπος εκλογής των ευρωβουλευτών, τις περνά ήδη το ΠΑΣΟΚ και αν περιμείνουμε λίγο το συνέδριο (του ΠΑΣΟΚ; κάποιου άλλου όπου και το ΠΑΣΟΚ;) θα τις δούμε να εκδηλώνονται με ακόμη μεγαλύτερη οξύτητα. Και με χυδαιότητα: όσοι και όσο μένουν στο ΠΑΣΟΚ είναι άμεμπτοι. Κάθε διαφωνία, απόκλιση, αμφιβολία, άλλη πρωτοβουλία διασύρεται, προσβάλλεται, μηδενίζεται. Όσοι (όπως οι 200 ή οι 75 ή οι 4.000 ή όσοι άλλοι) φεύγουν ή αμφισβητούν είναι άτιμοι, ιδιοτελείς και γενικώς ανάξια λόγου υποκείμενα. Και χωρίς να θέλω να γίνω μάντης κακών, ας περιμένουμε λίγο καιρό να δούμε και τι χρώμα θάχουν τα νερά μέσα στο Ποτάμι…. .

Η χειρότερη απόδειξη της κρίσης αυτού του χώρου είναι, νομίζω, ότι η πολιτική δυσκολία του πράγματος μετατρέπεται κατά κύριο λόγο σε καταγγελία δήθεν, ή και πραγματικών, προσωπικών ανεπαρκειών και, κατά βάση αναλώνεται εκεί.

Η μετακύλιση της πολιτικής δυσκολίας σε θέμα προσώπων εκδηλώνεται με μία γενικευμένη καταγγελτική απαξίωση των προσώπων. Στην απαξίωση αυτή πρωταγωνιστούν κυρίως κύκλοι των τέως 58 (εκ των εντός και εκτός ΠΑΣΟΚ τέως 58). Όχι όλα τα προβεβλημένα στελέχη τους, όχι πάντα με τον γραφικό τρόπο μερικών αξιοθρήνητων περιπτώσεων, αλλά από αρκετούς και με αρκετή συνέπεια ώστε να έχει δημιουργηθεί ένα κλίμα, μια μόδα σχεδόν γενικευμένης απαξίωσης όσων σήμερα εκφράζονται από την ΔΗΜΑΡ. Η μόδα αυτή εκδηλώνεται ηλεκτρονικά, έντυπα, τηλεοπτικά, προφορικά στις παρέες μας: χλεύη συνεχής, εξυπναδίτσες, «ο μπαρμπα-Φώτης», συνιστώσα του ΣΥΡΙΖΑ, συγκατάβαση, ξανά εξυπναδίτσες και χιουμοράκι, το πώς ντυνόμαστε, το πώς φερόμαστε, το πώς είμαστε ένα τίποτα και δεν το ξέρουμε, και περιφρόνηση και ξανά περιφρόνηση όλων όσων δεν παρακολουθούμε την δημιουργική ανάταση του ΠΑΣΟΚ, της Εληάς, των 58, των 29/58, της Δημοκρατικής Παράταξης κ.λπ., κ.λπ. «Πολιτικούς τυχοδιώκτες» αποκάλεσε ο κ. Βενιζέλος όσους από το ΠΑΣΟΚ πήγαν στον ΣΥΡΙΖΑ και στην ΔΗΜΑΡ. Δηλαδή από τα περίπου δύο εκατομμύρια ψηφοφόρων που εγκατέλειψαν το κάποτε κραταιό ΠΑΣΟΚ του 40-45% δεν είναι πολιτικοί τυχοδιώκτες μόνο όσοι ολίγοι τούμειναν και όσοι έφυγαν προς την Νέα Δημοκρατία ή την Χρυσή Αυγή… . «Πολιτικό παράσιτο» απεκάλεσε την ΔΗΜΑΡ ο κ. Βενιζέλος, πράγμα που δεν τον εμπόδισε να είναι έτοιμος να αποδεχτεί, μέχρι πρόσφατα, το αρχιπαράσιτο, τον κ. Κουβέλη, ως αρχηγό του κράτους. Λες και η προσπάθειά τους συγκεντρώνει μόνο και όλους τους ευφυείς, διορατικούς, ανιδιοτελείς και έντιμους και όλοι οι άλλοι είμαστε βρώμικοι, βλάκες, φανατικοί, φτηνοί οπορτουνιστές, ιδιοτελείς, γενικώς σκουπίδια. Τότε προς ποιόν οι προσκλήσεις τους (για όσο υπήρχαν);

Είναι προφανές ότι θα μπορούσα να τους επέστρεφα τα ίδια, ότι είναι συνιστώσες του φασιστικής υφής Φαήλου, ότι είναι θεόστραβοι ή και συμφεροντολόγοι όταν δεν βλέπουν ένα ταχύτατα διαμορφωνόμενο νέο δίκτυο οικονομικο-πολιτικών σχέσεων γύρω από τα σκληρά κέντρα της σημερινής κυβερνητικής εξουσίας, ότι είναι κότες λυράτες όταν βρίσκονται μπροστά στους συνεχείς θεσμικούς τραμπουκισμούς μιας παρέας από το Μαξίμου κ.λπ. κλ.π. Όχι, δεν είναι κότες λυράτες. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι άνθρωποι με προσωπική εντιμότητα, με παρουσία στα δημόσια πράγματα και πραγματική αγωνία για αυτά, σε βαθειά απογοήτευση όμως, και σε υπαρξιακό πολιτικό αδιέξοδο. Τον χαρακτηριστικό τόνο ανάμεσά τους τον δίνουν, τελικά, άνθρωποι απελπισμένοι πολιτικά, χωρίς, κατά κανόνα, την ιδεολογική ή ψυχική αντοχή να διαχειριστούν την φυσιολογική –έτσι που ήρθαν τα πράγματα- πλην και προσωπικά επώδυνη κρίση του χώρου τους. Και ο τόνος αυτός θέλει το όλο θέμα τελικά να περιορίζεται στην γενικευμένη απαξίωση προσώπων και στην απόλυτη απόρριψη όλων των απόψεων, αμφιβολιών, προθέσεων, φόβων ή προσδοκιών και προσώπων –των άλλων βεβαίως, γιατί το δικό μας πρόσωπο είναι πάντοτε το άσπιλο και ορθοφρονεί. Ως εάν ήταν αν τα πρόσωπα επαρκή, θα ήταν και τα πράγματα εύκολα. Όμως δεν θα ήταν.

Στο σημείο αυτό δυο λέξεις για κάτι που μου θύμισε η κριτική του φίλου απ΄ τα παληά και καλού συνάδελφου Γιάννη Πανούση στον Κουβέλη και το όλο σχετικό διάβημα της κοινοβουλευτικής ομάδας της ΔΗΜΑΡ. ”Κάποτε τράβηξα το λάζο/ (το συλλογιέμαι και στενάζω)/με το μανίκι το γαλάζο/ να μαχαιρώσω το Τζανή/ τον άντρα της Κωνσταντινιάς/ μα σκόνταψα σ΄ ένα σκαμνί/ κι έτσι δεν έγινα φονιάς.” Βάρναλης, βεβαίως, από τον «Καλό πολίτη», ποίημα του 1927.

Αλήθεια, αν η κρίση δεν ξεπεραστεί, ή αν ξεπεραστεί κάπως ως ελληνική αλλά επανέλθει, αγριότερα, ως ευρωπαϊκή, τι θα εμποδίσει να γίνουν αυτοί οι αλληλοτροφοδοτούμενοι φανατισμοί πάλη χωρίς αρχές και χωρίς άλλο τέλος πλην του τέλους όλων όσων μετέχουν σε αυτήν ο τρόπος διεξαγωγής συνολικά της πολιτικής ζωής συνολικά στη χώρα; Τι θα εμποδίσει να εδραιωθεί αυτή η διεξαγωγή γενικευμένων μικρών πολιτικών πολέμων όλων εναντίον όλων, και να επεκταθεί από τον ένα πολιτικό χώρο όπου σήμερα εκτυλίσσεται παντού, και να περάσει σαν αποδεκτός τρόπος για όλους τους χώρους και όλη τη χώρα; Και αν γίνει αυτό, τι θα έχει απομείνει από το ιστορικά αποδεδειγμένο κύρος της δημοκρατίας ως ισχυρού πολιτεύματος; Και αν δεν έχει απομείνει τίποτα, τι θα εμποδίσει την ανάδειξη καταστάσεων που, στην ουσία τους και τηρουμένων πολλών αναλογιών, διαβάζουμε στα Κερκυραϊκά του Θουκυδίδη; Και αν συμβεί και αυτό, τι θα εμποδίσει το απολύτως εύλογο –τότε- αίτημα για αυταρχισμό, για έναν ισχυρό άνδρα που θα το επιβάλλει; Και ποια είναι η ελληνική εμπειρία από αυτους τους αυταρχισμούς; Γνωρίζω ότι οδήγησα τον συλλογισμό μου αυτόν στα άκρα, όμως και χωρίς να φθάσουν τα πράγματα στα άκρα, σε κακό δρόμο κινούνται.

***

Πρέπει να αποτρέψουμε, όσο ακόμη γίνεται, την συστηματική απαξίωση των ανθρώπων και των απόψεων του ευρύτερου χώρου μας. Τουλάχιστον αυτού. Η δική μου συμβολή (μικρή, ελάχιστη συμβολή –έχω συναίσθηση των μεγεθών) στην αποτροπή αυτή είναι η και εδώ δημόσια κατάθεση του σεβασμού μου στις αγωνίες και στις προσπάθειες όλων όσοι προσπαθούν έναν δημοκρατικό και προοδευτικό δρόμο και βηματισμό. Ειδικότερα, καταθέτω τον σεβασμό μου στις αγωνίες των στελεχών που αποχώρησαν πρόσφατα από την ΔΗΜΑΡ και είμαι έτοιμος να διδαχθώ από την πείρα που θα αποκτήσουν –στις αγωνίες τους πάντως καταθέτω τον σεβασμό μου, όχι στις επιλογές τους. Αυτά δεν τα κάνω από μεγαλοψυχία (δεν ξέρω πόση διαθέτω, άλλωστε) ούτε από διάθεση συγχώρησης για τις γενικευμένες απαξιώσεις που πιάνουν και εμένα. Είναι θέμα ψυχρού υπολογισμού και μόνο: ”άνδρες η πόλις” –δηλαδή η πολιτεία είναι οι άνθρωποί της: δυστυχώς, μέχρι να μας αντικαταστήσει κάποιος άλλος και κάτι άλλο καλύτερο, χρειαζόμαστε όλοι.

***

Τούτων λεχθέντων, έχω τη γνώμη ότι η συμμετοχή της ΔΗΜΑΡ στις διεργασίες του χώρου περί το ΠΑΣΟΚ δεν έχει σήμερα νόημα. Βρίσκονται σε βαθύτερη κρίση από την ΔΗΜΑΡ, και αυτή ήδη εκδηλώνεται με άσχημους τρόπους. Εκτιμώ ότι κατά τον προσεχή χρόνο θα επιτείνεται, θα την επιτείνει και το Ποτάμι. Δεν είναι μόνον κρίση προσώπων, είναι βαθύτερη κρίση ιδεολογικής και πολιτικής ταυτότητας. Εύλογη, επαναλαμβάνω, και ως παράδειγμα όχι ιστορικά πρωτοφανής. Είναι κανόνας ότι όταν εξαντλείται η προωθητική δύναμη ενός μεγάλου πολιτικού ρεύματος αυτό περνά κρίση. Το πώς θα την αντιμετωπίσουν οι επίγονοι ήταν πάντα το καίριο θέμα, όχι το εάν ο άλλοτε κραταιός χώρος θα περιπέσει στην δίνη της –και από αυτή τη σκοπιά ο χώρος περί το ΠΑΣΟΚ δεν τα καταφέρνει και τόσο καλά.

Ταυτόχρονα είναι ένας δημοκρατικά αφερέγγυος χώρος: όσο κάθε διαφωνία (ακόμα και οι εσωτερικές διαφωνίες) αντιμετωπίζεται με υβρεολόγιο, πατόκορφα από τον μικρότερο ηρακλειδέα μέχρι και τις κορυφές, στον χώρο αυτό δεν υπάρχουν συνομιλητές. Αν βρουν κάποιο βηματισμό και αν αποκτήσουν την ικανότητα του συνομιλείν, θα βρουν και συνομιλητές.

***

Μένει ο ΣΥΡΙΖΑ. Απών από το δυσκολότερο μέρος της προσπάθειας, ο ΣΥΡΙΖΑ πιστώθηκε και πιστώνεται εκλογικά το πολιτικό κόστος που κατέβαλε κυρίως το ΠΑΣΟΚ με την κυβερνητική συμμετοχή του από το 2009 μέχρι σήμερα. Απέτυχε όμως απέτυχε σε όλους τους μείζονες στόχους πολιτικής που έθεσε: δεν απέτρεψε ούτε την ψήφιση των μνημονίων ούτε την εφαρμογή τους. Δεν δημιούργησε ισχυρό κοινωνικό κίνημα αμφισβήτησης και ματαίωσης στην πράξη ούτε καν δευτερευουσών πλευρών της κυβερνητικής πολιτικής – η ”κινηματική” του διάσταση περιορίσθηκε στην υποδοχή συνδικαλιστικών στελεχών από το καταρρέον ΠΑΣΟΚ. Δεν έριξε την κυβέρνηση –αν πέσει τον Φεβρουάριο, αυτό θα γίνει για συνταγματικούς λόγους, όχι επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ έχει την πολιτική ισχύ να την ανατρέψει. Δεν δημιούργησε, ούτε φαίνεται να δημιουργεί δυναμική αυτοδύναμης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Δεν φαίνεται να έχει αποκτήσει την αναγκαία για την άσκηση κυβερνητικής πολιτικής εσωτερική πυγμή και συνοχή.

Έχασε όμως παντού ο ΣΥΡΙΖΑ; Όχι. Ο ΣΥΡΙΖΑ συγκρότησε την οργή και την απογοήτευση σε ισχυρό, ισχυρότατο πολιτικό και εκλογικό ρεύμα με κυβερνητική προοπτική.

Το στοίχημα της Αριστεράς –το δικό μας στοίχημα- ήταν πάντοτε και είναι και τώρα να μετατρέψει την οργή σε δύναμη, την δύναμη σε εξουσία και την εξουσία σε πρόοδο. Ο ΣΥΡΙΖΑ περνά, όπως όλη η ελληνική κοινωνία, μία βίαιη προσαρμογή. ”Βίαιη προσαρμογή” ήταν ακριβώς η διατύπωση που χρησιμοποίησε στο 2ο Συνέδριο της ΔΗΜΑΡ ο εκπρόσωπός του. Ο ΣΥΡΙΖΑ εκπέμπει ένα λόγο ισχύος και βεβαιότητας, άλλοτε αυτάρεσκα, άλλοτε εκνευριστικά, κάποτε ολίγον γραφικά, με τρόπο που προκαλεί θυμηδία. Πίσω από τα λόγια αυτά όμως, με πολλά μηνύματα, ο ΣΥΡΙΖΑ ζητά σήμερα συνεργασία και βοήθεια -από παντού και από όλους. Ας μείνω σε μία φράση του χαιρετισμού του Γραμματέα του στο 3ο Συνέδριο της ΔΗΜΑΡ: ”Δεν μπορούμε να συνεργασθούμε και δεν θα συνεργασθούμε με τον κ. Βενιζέλο και τους παρατρεχάμενούς του” μας είπε. Χωρίς τον κ. Βενιζέλο; Από παντού ζητά βοήθεια ο ΣΥΡΙΖΑ, κι απ΄ τον Θεό τον ίδιο, και καλά κάνει.

Και νομίζω ότι αξίζει να του προσφερθεί –όχι τυφλά, όχι σε ο,τιδήποτε, αλλά να του προσφερθεί. Ποιος έχει συμφέρον να εξανεμισθεί στα εξ ων συνετέθη η εκλογική και κοινοβουλευτική δυναμική που συγκροτήθηκε με αναφορά στην Αριστερά –και στην δική μας Αριστερά; Ασφαλώς όχι οι εργαζόμενοι, όχι η χώρα, όχι η πατρίδα (επ΄ ευκαιρία και παρενθετικά: από πού κι ως που, εμείς, παιδιά και εγγόνια του ΕΛΑΣ για την Ελλάδα χαρίζουμε, έτσι εύκολα, έτσι επιπόλαια, το έθνος και την πατρίδα στην Δεξιά, και μάλιστα και στα παιδιά και εγγόνια των ταγματασφαλιτών. Ποιος ηλίθιος εγκέφαλος το επέτρεψε ή το καλλιέργησε;). Αν κάποιος κερδίσει από την στρατηγική διάλυση της πολιτικής δυναμικής που συγκροτήθηκε ως ΣΥΡΙΖΑ αυτός δεν είναι η Νέα Δημοκρατία του Κωνσταντίνου Καραμανλή της δεκαετίας του ’70 αλλά ένας σκληρός πυρήνας αδίστακτων ακροδεξιών γύρω από το Μαξίμου. Τα ξαδέρφια του Μπαλτάκου θα είναι, όχι οι διάδοχοι του Γεωργίου Ράλλη.

Η μετεκλογική κατάσταση θα είναι τόσο ”αντιμνημονιακή” όσο ήταν ”αντινατοϊκή” η κατάργηση της βάσης της Νέας Μάκρης τότε από τον Ανδρέα. Η μετεκλογική κατάσταση θα επιβάλλει – ήδη άρχισε να επιβάλλει- τις δικές της δυναμικές, και υπάρχει κάθε λόγος για να μετέχει δημιουργικά σε αυτήν το δημοκρατικό πολιτικό ρεύμα που συγκροτήθηκε στην οργή και στην άρνηση, αλλά που, για τον λόγο αυτό, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο πολιτικό ρεύμα, φέρει την ευθύνη να μετατρέψει την οργή και την άρνηση που τον έθρεψε σε δημιουργό δύναμη μιας καλής πορείας της ελληνικής κοινωνίας στις μετα-κρίση συνθήκες. Κι εδώ είν΄ τα δύσκολα.

Όποιος νομίζει ότι τα παραπάνω σημαίνουν προσχώρηση στον ΣΥΡΙΖΑ, και μάλιστα σε έναν στατικό και όχι ραγδαία μεταβαλλόμενο ΣΥΡΙΖΑ κάνει λάθος. Σημαίνουν όμως αναγνώριση ότι η προσπάθεια που αναπτύσσεται μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ ώστε να ανταποκριθεί στις εντάσεις της βίαιης προσαρμογής του είναι γνήσια. Δεν σημαίνουν ότι η συνάντηση του ΣΥΡΙΖΑ με την ιστορία θα γίνει τελικά, ή ότι αν γίνει θα είναι μια χαρούμενη συνάντηση. Δεν σημαίνουν βεβαίως ούτε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι καλός άμα γίνει σαν κι εμάς: στο κάτω-κάτω της γραφής εμάς έριξε στις παρυφές του περιθωρίου το εκλογικό σώμα, όχι αυτούς. Ούτε σημαίνουν όμως ότι αν εμείς γίνουμε σαν τον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ θα είναι όλα καλά, αφού ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ, παρ΄ όλη τη δύναμη και την δυναμική του, βρίσκεται σε μπροστά σε στρατηγικά διλήμματα που δεν μπορεί να λύσει μόνος. Σημαίνουν όμως σε κάθε περίπτωση συζητήσεις με τον ΣΥΡΙΖΑ, ειλικρινείς συζητήσεις, έντονη κριτική, αλλά έντιμη, και πάντως δεν προεξοφλούν ούτε συμφωνία ούτε συνεργασία. Η δική μου προσδοκία είναι να προκύψει μια δημιουργική σύνθεση από την επικοινωνία εκείνου του τμήματος της Αριστεράς που πήρε πάνω του βάρος αποφάσεων για την δημοσιονομική προσαρμογή της χώρας με εκείνο που πήρε πάνω του τα οφέλη από την οργή που προκάλεσαν οι αποφάσεις αυτές.

Θα πετύχει η προσπάθεια; Δεν είναι καθόλου, μα καθόλου βέβαιο. Η προσπάθεια όμως αξίζει διότι αν εμείς δεν πετύχουμε, σίγουρα άλλοι θα πετύχουν, και αυτά που θα πετύχουν δεν είναι βέβαιο ότι θα είναι και τόσο καλά.

***

Η σημερινή κατάσταση είναι μεταβατική. Από την δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους μέχρι σήμερα αρκετές φορές εμφανίσθηκαν τέτοιες μεταβατικές καταστάσεις. Σε αυτές όλα και όλοι, σχήματα, ιδέες, πρόσωπα διαμορφώνονται και αναδιαμορφώνονται με ταχύτητα. Κανένα πολιτικό σχήμα και κανένα πολιτικό πρόσωπο δεν είναι βρίσκεται σε δεδομένο ρόλο, είναι όλα προσωρινά και εξελισσόμενα. Κάποια εκλείπουν, σιγά-σιγά ή και απότομα. Ίσως κάποια στιγμή πρέπει να σταθούμε αντίκρυ στη διαπίστωση ότι ο δικός μας πολιτικός χρόνος και χώρος τελείωσε. Αν βρεθούμε μπροστά στην αδυσώπητη αυτή διαπίστωση, καλό είναι να βρεθούμε όρθιοι.
O Γιάννης Ζ. Δρόσος, είναι Καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή Αθηνών

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου